Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

Η αγροτική οικονομία του Κηρέα όπως διαμορφώνεται στην Οθωμανική κυριαρχία


ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ .Δ.ΦΟΙΦΑ

Οι επιπτώσεις της τουρκικής κατάκτησης στην οικονομική και κοινωνική ζωή του ελληνικού χώρου Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453 σήμαινε την κατάλυση του βυζαντινού κράτους, αλλά όχι και την κατάληψη όλων των περιοχών που κατοικούνταν από Έλληνες.

Η υποταγή όλων αυτών των περιοχών και ιδιαίτερα όσων σχηματίζουν το γεωγραφικό χώρο που για την περίοδο της Τουρκοκρατίας θα ονομάζουμε ελληνικό χώρο, δεν ολοκληρώθηκε παρά το 1669, ενώ τα Επτάνησα δεν υποτάχτηκαν ποτέ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι, η πλήρης κυριαρχία των Τούρκων δε συμπληρώθηκε παρά δύο περίπου αιώνες μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, όταν με την κατάληψη της Κρήτης ολοκληρώθηκε ο έλεγχός τους σε ολόκληρη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Οι συνέπειες της τουρκικής κατάκτησης υπήρξαν μακροχρόνιες και οδήγησαν σε μια μεγάλη οπισθοδρόμηση την οικονομική και κοινωνική ζωή του ελληνικού χώρου. Οι Οθωμανοί επέβαλλαν στις κατακτημένες περιοχές το σύστημα της κλειστής αγροτικής οικονομίας, που με τη σειρά του απέρρεε από το σύστημα της στρατιωτικής φεουδαρχίας, με βάση το οποίο ήταν οι ίδιοι οργανωμένοι. Όμως, σε καίρια σημεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (μεγάλες παραλιακές πόλεις, νησιά) είχαν οργανωθεί από δυο τουλάχιστον αιώνες εμπορικοί σταθμοί που ελέγχονταν από Ευρωπαίους, κυρίως από τις εμπορικά ανεπτυγμένες ιταλικές πόλεις. Το γεγονός αυτό είχε εντάξει τον παράκτιο και νησιωτικό βυζαντινό χώρο στις διαδικασίες ανάπτυξης του εμπορίου, που ξεκινούσαν από τον ευρωπαϊκό χώρο. Έτσι, με την τουρκική κατάκτηση δεν διακόπηκε μόνο η εμπορική δραστηριότητα, δεν αποκόπηκε μόνο η Ευρώπη από τους παραδοσιακούς δρόμους επικοινωνίας με την Ανατολή και την Ινδία, αλλά αποκόπηκε και ο ελληνικός χώρος από τις εμπορικές-αστικές διαδικασίες που 15 συντελούνταν στην Ευρώπη (βλ. Κρεμμυδάς Β., Νεότερη ιστορία ελληνική και ευρωπαϊκή, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2001, σελ. 159). Θα χρειαστεί να περάσουν τουλάχιστον δύο αιώνες για να αποκατασταθεί η επικοινωνία του ελλαδικού χώρου με το ευρωπαϊκό εμπόριο. Από τις γενικότερες ανακατατάξεις επίσης καταστράφηκαν και αρκετά βιοτεχνικά κέντρα που ήταν σε άνθηση τον 15ο αιώνα (βλ. Παναγιωτόπουλος Β., Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αιώνας, Ιστορικό Αρχείο, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1985). Στην αγροτική οικονομία οι αλλαγές εκτός από τις καταστροφές εξαιτίας των πολέμων, αφορούσαν κυρίως στην ιδιοκτησία της γης: Σύμφωνα με το Ιερό Δίκαιο όλη η γη ανήκε στο Θεό και στον κατά κόσμο εκπρόσωπό του – τον Σουλτάνο. Αυτός παραχωρούσε την εκμετάλλευσή της στους αξιωματούχους του στρατού, ως επιβράβευση για τις προσπάθειές τους να διαδώσουν τον μουσουλμανικό νόμο. Έτσι, τη βυζαντινή αριστοκρατία της γης αντικατέστησε η οθωμανική στρατιωτική αριστοκρατία. Στην Τσούκα και στον κάμπο του Νηλέα ο βυζαντινος αριστοκράτης απογονος του Λεοβάχου  έδωσαν τη θέση τους και την περιουσία τους στον Οθωμανό πασά κατακτητή. Οι επιβαρύνσεις στις οποίες υποχρεούνταν οι ραγιάδες ήταν, στην αρχή, πολύ λιγότερο επαχθείς από τις αντίστοιχες βυζαντινές ή φραγκικές. Εκτός από τον κεφαλικό φόρο, το χαράτσι, ο κύριος φόρος που καταβαλλόταν από τους ραγιάδες ήταν η δεκάτη, ο βασικός έγγειος φόρος, που με τον καιρό πήρε διάφορες μορφές. Σε αυτούς προστέθηκαν οι οφειλές, που οι καλλιεργητές των τιμαρίων και των τσιφλικιών κατέβαλλαν στους κυρίους τους, καθώς και οι έμμεσοι φόροι και τα δοσίματα. Ωστόσο, η διασάλευση της ισορροπίας στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι αποκεντρωτικές τάσεις των πασάδων στις επαρχίες που προέκυψαν μετά τις μεγάλες κατακτήσεις του 16ου αιώνα, επιδείνωσαν τη θέση των χριστιανών, η ζωή και η περιουσία των οποίων εξαρτήθηκε πλέον απόλυτα από την αυθαιρεσία των πασάδων και των υπαλλήλων της Πύλης. Τα τσιφλίκια, που σταδιακά έγιναν κληρονομικά, απορροφούσαν βαθμιαία τις μικρές ιδιοκτησίες των υπόδουλων. Σημαντικός αριθμός χριστιανών, κυρίως στην Ήπειρο, στη Κρήτη και στη Μ. Ασία, εξαναγκάστηκε να προσχωρήσει στο Ισλάμ, ενώ οι φορολογικές επιβαρύνσεις γίνονταν ολοένα και πιο επαχθείς. Στον Κηρέα δεν παρατηρήται προσχώρηση στο Ισλάμ. Η ιδιοκτησία όμως περνά σιγά σιγά στα χέρια του προστάτη Πασά που έξυπνα, παίζει το παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού. Από τη μία ορίζεται ως προστάτης και εγγυητής των ραγιάδων και από την άλλη συγκεντρώνει τηνκτηματική περιουσία  και γίνετε ισχυρός. Οι κολίγοι πιά Τσουκαλάδες της Τσούκας πληρώνουν την άδεια  για το χώμα που παίρνουν από τη γη τους. Ατέλειωτη σειρά τακτικών και έκτακτων φόρων για τη συντήρηση του στρατού βάραιναν ιδιαίτερα τους χριστιανούς, ενώ δημιουργήθηκαν και νέες έμμεσες φορολογίες. Μια άλλη συνέπεια της τουρκικής κατάκτησης, που επέδρασε καθοριστικά στην αλλοίωση της φυσιογνωμίας του ελληνικού χώρου, αφορά τους πληθυσμούς: Οι Έλληνες όπου κι αν ήταν εγκατεστημένοι, μειώθηκαν. «Άλλοι σκοτώθηκαν σε πολεμικές συγκρούσεις ή σφάχτηκαν από τους κατακτητές, άλλοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, είτε έξω από τον οθωμανικό χώρο είτε μέσα σε αυτόν, σε άλλες περιοχές που παρείχαν μεγαλύτερη προστασία. Η απώλεια της περιουσίας, η καταπίεση, οι αρπαγές και οι σφαγές υποχρέωσαν πολλούς Έλληνες ή να φύγουν και να εγκατασταθούν στην Ιταλία και στη λοιπή Ευρώπη – αυτοί ανήκαν κυρίως στην άρχουσα βυζαντινή τάξη και στην πνευματική ηγεσία – ή να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να αναζητήσουν καταφύγιο στον ορεινό χώρο. Με τους όρους αυτούς η αιμορραγία του ελληνικού πληθυσμού ήταν συνεχής: Ενώ το 1520 οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου ξεπερνούσαν τα 2.000.000, το 1700 οι Έλληνες όλης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν περίπου 1.500.000». Βλ. Κρεμμυδάς Β., Νεότερη ιστορία ελληνική …όπ.πρ., σελ. 160. Πάντως, φαίνεται ότι ο 18ος αιώνας (και οι αρχές του 19ου), χαρακτηρίστηκαν από σταθερή δημογραφική ανάπτυξη, παρά τις επιδημίες και τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν τον ελληνικό χώρο. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η κατανομή του πληθυσμού στο χώρο: Με την κατάκτηση και για δύο περίπου αιώνες, ο ελληνικός πληθυσμός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει πόλεις και πεδιάδες και να οργανώσει εκ νέου τη ζωή του στον ορεινό χώρο, υποκαθιστώντας τις πεδινές καλλιέργειες με άλλες περισσότερο προσαρμοσμένες στο ορεινό περιβάλλον (εμφύτευση ελαιόδεντρων και αργότερα μουριών για παραγωγή μεταξιού σε ορεινά εδάφη). Πόλεις με ιδιαίτερο στρατιωτικό ή διοικητικό ενδιαφέρον κατοικήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από Τούρκους, ενώ το ελληνικό στοιχείο υποχρεώθηκε να βρει καταφύγιο σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές, οι οποίες, όμως, πρόσφεραν περιορισμένες δυνατότητες και μέσα επιβίωσης για τις οικογένειες των ραγιάδων. Το φαινόμενο παρατηρείτε  και στον Κηρέα. Πολλοί φεύγουν και κατοικούν στα χωριά της Αγίας Ανιάς και στα πιο ορεινά χωριά για περισσότερη ασφάλεια και αυτονομία. Αναφέρεται από κατοίκους της Νότιας Εύβοιας αλλά και της περιοχής της Χαλκίδος πως στην βόρεια Εύβοια δεν υπήρχαν κοντινά χωριά με μεγάλο πληθυσμό, παρά μόνο οικισμοί. Όπως στη περιοχή μας Τα Μαντούδια ήγουν Σκυλλόγιαννης, Κρύας Βρύσης,Τσούκας, καστριού, στροφιλιάς, αγιου Λουκά, κ.λ.π. Σταθερότητα ή και σχετική αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού παρατηρείται μόνο σε οικισμούς του ημιορεινού χώρου που ανέπτυξαν βιοτεχνική παραγωγή, όπως το Μέτσοβο, τα Αμπελάκια και η Δημητσάνα. Στον υπόλοιπο «αστικό» τομέα, με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη που αποτελούσε πόλο έλξης ευρύτερων λειτουργιών, στην πλειονότητά τους οι επαρχιακές πόλεις (όπως τα Ιωάννινα, η Λάρισα, οι Σέρρες, η Τρίπολη), στέγαζαν διοικητικές λειτουργίες του οθωμανικού κράτους ή ήταν, σε συνάφεια με την αγροτική τους ενδοχώρα, τοπικά εμπορικά κέντρα διακίνησης αγροτικών προϊόντων. Ο πληθυσμός τους προσέγγιζε ή σπάνια ξεπερνούσε τους 20.000 κατοίκους Άλλωστε, στο οθωμανικό σχήμα, η πόλη είναι ο τόπος της διοίκησης και της εξουσίας και όχι ο τόπος της παραγωγής και της καινοτομίας. «Η πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σαν θρησκευτικό, στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο είναι ένας μηχανισμός επιτήρησης του μοναδικού παραγωγικού χώρου, της χριστιανικής υπαίθρου. Η χριστιανική ύπαιθρος παράγει και η οθωμανική πόλη καταναλώνει, χωρίς να επιστρέφει τα τροφεία, έστω και έμμεσα». (βλ. Παναγιωτόπουλος Β., «Ο οικονομικός χώρος των Ελλήνων στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας», περιοδικό Επιλογή, 1993, σελ. 382 και 386-387). 16 Η αποχώρηση του αγροτικού πληθυσμού από τις πεδινές ζώνες, κυρίως κατά τη δεύτερη φάση της Οθωμανικής κυριαρχίας, άφησε έντονα ίχνη στη φυσιογνωμία της αγροτικής Ελλάδας, όπως σημειώνουν όλοι σχεδόν οι ξένοι περιηγητές πριν την επανάσταση του 1821. Υπολογίστηκε ότι τα ελληνικά χωριά που εγκαταλείφθηκαν στη περίοδο 1650-1850 ήταν 815, ενώ για την προηγούμενη περίοδο 1450-1650 ήταν μόνο 126. Περιοχές στις οποίες εμφανίστηκαν τα περισσότερα τσιφλίκια, όπως η Θεσσαλία και η Μακεδονία, παρουσίασαν μια εντυπωσιακή δημογραφική στασιμότητα, ενώ τα νησιά ως σύνολο (εκτός από την Κρήτη) αύξησαν τον πληθυσμό τους από 260.000 άτομα το 1520 σε 570.000 το 1820. Τις παραμονές της επανάστασης το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε καταφύγει στα βουνά και στα νησιά, με αποτέλεσμα ο ορεινόςημιορεινός πληθυσμός να είναι υπερδιπλάσιος του πληθυσμού που κατοικούσε στις πεδιάδες. Επιβλήθηκε έτσι μια διχοτομία μεταξύ οθωμανικής πόλης, ως διοικητικού και εμπορικού κέντρου και χριστιανικής αγροτικής υπαίθρου, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα. Τότε, οι ισορροπίες ανατράπηκαν, με τη δυναμική είσοδο του ελληνικού-χριστιανικού στοιχείου στις πόλεις από τη μια και την τροφοδότηση της υπαίθρου με μουσουλμάνους από την άλλη. (Βλ. Δημητρόπουλος Δ., «Η κατάσταση των Ελλήνων. Β. Ο πληθυσμός», στο Παναγιωτόπουλος Β. (επιμ.) Η Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμος 1ος Αθήνα 2003, σελ. 79) Συνεπώς, ο 16ος και ο 17ος αιώνες στάθηκαν στο σύνολό τους εξαιρετικά κρίσιμοι για τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι συνεχείς πόλεμοι, που τους ακολουθούσαν σφαγές, εξισλαμισμοί, εξανδραποδισμοί και μαζικές μεταναστεύσεις στην Ιταλία, ελάττωσαν στο έπακρο τον ελληνικό πληθυσμό και αποδιάρθρωσαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, που επέστρεψε σε μια κλειστή αγροτική οικονομία στρατιωτικού-φεουδαρχικού τύπου. Εντούτοις, παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, στη διάρκεια ακριβώς αυτών των δύο αιώνων, οι Έλληνες προσπαθούν να επιβιώσουν και στη συνέχεια να οργανωθούν, επωφελούμενοι από τις λίγες δυνατότητες που τους άφηνε η τουρκική κατάκτηση και διοίκηση. Είναι, όπως σημειώνεται σχετικά «η εποχή της προσαρμογής». Βλ. Σβορώνος, Ν., Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1981, σελ. 176. Ακόμη, όμως και όταν οι συνθήκες άρχισαν να βελτιώνονται από τα τέλη του 17ου αιώνα, οι ασφυκτικές συνθήκες του οθωμανικού πλαισίου σε συνδυασμό με την αρπακτικότητα και τις αυθαιρεσίες των τοπικών αξιωματούχων, απέτρεπε διαρκώς την οικονομική δραστηριοποίηση των υπόδουλων Ελλήνων: «Στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο ελληνοχριστιανικός κόσμος ζει σε μια ιδιόμορφη, σχεδόν σχιζοφρενική σχέση. Ενώ από το ένα μέρος διαθέτει μια αξιοπρόσεκτη σειρά από θεσμικές ελευθερίες -θρησκευτική λατρεία, παιδεία, μορφές αυτοδιοίκησης κ.λπ. οι οποίες εύκολα θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε μορφές ελεύθερης οικονομικής δράσης, από το άλλο είναι υποχρεωμένος, δεσμευμένος, να μην υπερβαίνει το ρυθμό ανάπτυξης του κυριάρχου, δηλαδή του οθωμανικού κράτους και της ισλαμικής κοινωνίας. Τόσο το οθωμανικό κράτος όσο και η ισλαμική κοινωνία, στο πλαίσιο της δικής τους εξω-οικονομικής λογικής, γνωρίζουν καλά ότι η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων-χριστιανών περιέχει την υπέρβαση της συνθήκης υποταγής τους, και αυτό δεν μπορούσε να γίνει ούτε ανώδυνα, ούτε τυχαία αποδεκτό. Έτσι μια ανωτέρα βία, η βία του εξωγενούς κράτους, επικάθεται με έναν ιδιαιτέρως επαχθή τρόπο πάνω στο σώμα των Ελλήνων-οικονομικών υποκειμένων, που έρχεται να επιδεινώσει τους συνολικά δυσμενείς όρους ζωής που επικρατούν στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου». (βλ. Παναγιωτόπουλος Β., «Ο οικονομικός χώρος…όπ.πρ., σελ. 381

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μια Ιστορική άποψη για την Αρχαία Κήρινθο

                       Οι πρώτοι Ἐλληνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια, δημιούργησαν διάφορους οικισμούς, κάποιοι από τους οποίους έ...