Όπως ανέφερα και στην αρχή του άρθρου όλη η έρευνα βασίστηκε πάνω στην προφορική παράδοση. Το κατά πόσο έχει αλλοιωθεί και ποια στοιχεία έχουν διατηρηθεί ακέραια δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει με σιγουριά. Αν όμως κάποιος από τους αναγνώστες γνωρίζει κάτι παραπάνω, ακόμα και το ελάχιστο, θα ήταν μεγάλη βοήθεια στην ολοκλήρωση της συγκεκριμένης έρευνας, η οποία συνεχίζεται.
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΤΗΣ ΤΣΟΥΚΑΣ
Τα Ελληνικά επώνυμα σύμφωνα με τη σημασία τους διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλε κατηγορίες:
1). Τα επώνυμα που δηλώνουν βαφτιστικό όνομα (πατρωνυμικά η μητρωνυμικά).
2). Τα επώνυμα που δηλώνουν καταγωγή (η αλλιώς εθνικά)
3). Τα επώνυμα που δηλώνουν επάγγελμα.
4). Τα επώνυμα που δηλώνουν παρατσούκλια.
Τα επώνυμα διακρίνονται σε πατρωνυμικά ,μητρωνυμικά , ανδρωνυμικά , εθνικά ,Επαγγελματικά , παρωνύμια και ψευδώνυμα. Οικογένεια Καλαβρη : Καλαβρός ή Καλαβρέος ή Καλαβρές: Επίθετο πατριδωνύμιο σύμφωνα με τον Αλέκο Ε. Φλωράκη είναι βυζαντινό από την Καλαβρία της Νότιου Ιταλία (Calavro). Μια άλλη εκδοχεί λέει ότι το όνομα είναι παρωνύμιο από το Καλά και αβρός, δηλαδή καλά (σωστά τέλεια κλπ) και αβρός (απαλός, τρυφερός κλπ). Σήμερα μόνο στη Νάξο απαντάται το επώνυμο. Κατά άλλους το επώνυμο δηλώνει παρατσούκλι. Σημαίνει γίδα ,με χαρακτηριστικά πρόσωπού και σώμα γκριζόμαυρο, και κοιλιά γκριζόασπρη. Το επώνυμο το συναντούμε στην κεντρική Εύβοια ( Βλαχιά,Αγ.σοφία, Λάμαρη, Στρόπωνες, Στενή). Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο χωριό , από τη Βλαχιά στα τέλη του 18ου αιώνα. Μαζί της ακολούθησε και η οικογένεια του Τομαρά , επίσης από τη Βλαχιά.
Οικογένεια Κατσούλη: Η οικογένεια Κατσούλη κατοίκησε στην Τσούκα κατά τα έτη 1830-33. Η καταγωγή τους έλκεται από την Κρήτη. Πιθανόν από το νομό Ηρακλείου. Η οικογένεια είχε την τύχη πολλών Κρητικών που μετακινήθηκαν βιαίως κατά τον Βενετικό-Τουρκικό πόλεμο , κοινώς ο μεγάλος Κρητικός πόλεμος που διεξήχθη το 1645 -1669 με την τελική νίκη των Οθωμανικών δυνάμεων.
Τώρα όσο αναφορά στον τόπο προορισμού τους έχουμε δυο εκδοχές, κατά τον Δημήτρη Κατσούλη πρώην Δήμαρχο Αυλωναρίου. Η πρώτη είναι ότι ήρθαν απευθείας στην Κύμη-Αυλωνάρι-και στις γύρω περιοχές. Η δεύτερη ,και πιο επικρατέστερη, κατοίκησαν στην Σάμο. Τα έτη 1829-1830 πέρασαν στην Εύβοια. Τούτο μαρτυρά ο ερευνητής , συγγραφέας Σγούρος.( Σαμιακά χρονικά 1Τόμος).
Η οικογένεια του Κατσούλη στην Τσούκα προέρχεται από τις προαναφερθείσας περιοχές της Κεντρικής Ευβοίας, όπως κατέγραψε στο προσωπικό του αρχείο ο Δημήτριος Ι.Φοίφας.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ
1.ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΤΣΟΎΛΗΣ 2.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ
1.ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ 2.ΞΑΝΘΟΥΛΑ ΚΑΤΣΟΥΛΗ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ
1.ΞΑΝΘΗ ΚΑΤΣΟΥΛΗ 2.ΜΑΡΙΩ ΚΑΤΣΟΥΛΗ
3.ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ 4.ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Κατζούλης ή Κατσούλης: Γνωστό επώνυμο στην Κρήτη (Σητεία, Κρουσώνα, Καμηλάρι, Γεράνι Ρεθ., κα.α) με τον τύπο Κατσούλης, Καζούλης (Χανιά), Κατσουλιέρης (Ηράκλειο), Κατσουλιεράκης (Καρωτή Ρεθ.) και Κατσουλάκης.
Η μεγάλη παρουσία του ονόματος κάνει δυνατή την ετυθμολογία του από την κρητική λέξη κατσούλα, -λι, =γάτα. Έτσι το ετυμολογεί ο Στεργιος Σπανάκης ή και κατσούλι, είδος φυτού. Αλλά όπως δείχνουν οι παρακάτω μαρτυρίες και από το βενετικό Cazza –iola –zola= mestola κουτάλα, μυστρί και επαγγελματικό όπως δείχνουν οι τύποι Κατσουλιέρης και Κατσουλάριος. Ο τύπος Καζούλης πιθανόν από Caza, Casolla, Casol.Αναφορές σε έγγραφα έχουμε μεταξύ στρατευσίμων Χανίων το 1536 Dimitris Cazulis, Γεώργης Κατσούλης Σγουρολέος, και Κατσούλης Νικόλας Αγριομολέος σε έγγραφα του 1583. Επίσης μεταξύ οφειλετών παχτωτών Λασιθίου το 1583 Γιάννης Κατσουλάριος του ποτέ Μιχελή. Σε αναφορά των Σφακιανών το 1594 στον προβλεπτή Χανίων Pasqualigo υπογράφει «Εγω καπετάν Γιάννης Πάτερος Κατσούλης». Ο Καπετάνιος Κατζούλης στα Σφακιά σε έγγραφο του 1660. Μεταξύ ραγιάδων Σφακίων τουρ. Έγγρ. 1674 Γιώργης υιός Κατσούλη υιός Βάρδα.
Οικογένεια Φοιφα: Είναι καιρός τώρα που ήθελα να γράψω δύο λόγια για την φιλόξενη Γή της μεγάλης οικογένειά μας Φοίφα. Τότε πού ο πρόγονός μας Δημήτρης Φοίφας ήρθε σε αυτόν, για πρώτη φορά, τον ευλογημένο τόπο και στέριωσε την ζωή του από την μακρινή Μάνη. Γόνος φιλότιμων αγωνιστών, κατά τις περιπέτειες του μαρτυρικού Έθνους μας. Ταίριαξε και σμίλευσε την τύχη του με τους άλλους απλοϊκούς και φιλόξενους κατοίκους του ιστορικού χωριού της Τσούκας. Ένας κόσμος ζεστός και φιλόξενος, δεμένος σφικτά με τη μάνα Γή και τη φύση.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ,αρκετοί Φοιφαίοι φεύγουν από την Χαριά Αρεόπολης και εγκαθίστανται στην ευρύτερη περιοχή της Πύλου και στο Νησί της Μεσσηνίας (Μεσσήνη). Αρκετοί από αυτούς ανήκουν στην ιερατική τάξη ( Συμβολαιογραφικές πράξεις της Πύλου. Εκδος. Γ.Α.Κ(Μηλίτση). Πιο γνωστός εμφανίζεται ο Αθανασιος Μιχαήλ Φοιφας ο Πρωτόπαπας που έχει σημειολογική σημασία.. Άρα εξάγουμε το συμπέρασμα, και από προφορική παράδοση, πως μακρινός πρόγονος τους ήταν Πρωτόπαπας ,δηλαδή ο πρώτος των ιερέων κατά την Ενετοκρατία. Απο αυτή τη περίοδο έχουμε το πρώτο Γενεαλογικό δέντρο που έφτιαξε ο Αθανάσιος Φοίφας ο εξ Καλαμών.
Οι Φοιφαίοι είναι σκληροτράχηλοι αγωνιστές και σχεδόν ομοθυμαδόν έδωσαν το αγωνιστικό παρών όποτε η πατρίδα τους κάλεσε. Πρωτοστάτησαν στον αγώνα της Εθνικής παλιγγενεσίας στο κάλεσμα της πατρίδας το 1940 .Σημαντική συμβολή έπαιξε ο τότε και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα θλιβερά γεγονότα της Αλεξάνδρειας του κινήματος του Ναυτικού (Μάρτιο -Απρίλιο του 1944) . Πλωτάρχης Δημήτρης Φοίφας ,κυβερνήτη του Αντιτορπιλικού Πίνδος που βύθισε Γερμανικό υποβρύχιο έξω από την Σικελία
Από το 1880 εως και τις αρχές του 19ου αιώνα συνέβη ένα συνταρακτικό γεγονός στην Καλαμάτα η στο Νησί. Ένεκα κτηματικών; διαφορών , μεταξύ της οικογένειας Σταύρου Φοίφα, με άγνωστη οικογένεια, έχασε την ζωή του ο Σταύρος. Είχε προσκληθεί σε απομονωμένη περιοχή για να λύσουν τις διαφορές τους. Στο θλιβερό άκουσμα του Θανάτου ενεργοποιήθηκε αυτόματα στην οικογένεια ο «μηχανισμός της Βεντέτας». Ο Προπάπους μου Δημήτρης με τη βοήθεια των αδελφών του ανταπέδωσε το κτύπημα και σε μεγαλύτερο βαθμό κι έφυγε κυνηγημένος στην Βόρειο –Κεντρική Εύβοια στην περιοχή του Κηρέα. Η Εύβοια διαχρονικά λόγω του ανάγλυφου αλλά και του δύσβατου της περιοχής αποτελούσε πόλο έλξης για πολλούς κυνηγημένους.
Μαζί του ακολούθησαν και τα αδέρφια του:
Στην Λίμνη κατοίκησε ένας αδελφός (άγνωστος) του προπάππου μου. Από όσο γνωρίζω έκανε 2 παιδιά. Τον Δημήτρη και την Ελένη Φοίφα που ήταν Α ξάδερφος του παππού μου Ιωάννη.
Ο Δημήτρης παντρεύτηκε την Επιστήμη Φοίφα και απέκτησαν 2 τέκνα. Την Ελένη Φοίφα και τον Γρηγόρη Φοίφα.
Η Ελένη Φοίφα παντρεύτηκε κάποιον Τσατίλη από τη Λίμνη. Και απέκτησε τέκνα: Τον Κώστα Τσατίλη (Έζησε πολλά χρόνια στη Ν.Αφρική) και την Αλκις. ;
(Ο σύζυγος της Ελένης ήταν ένας εκ των τριών που έστησαν ενέδρα στου Κρητικού και σκότωσαν 2 Γερμανούς και τραυμάτισαν σοβαρά 1.Ο πρώτος γερμανός ξεψύχησε επιτόπου. Ο δεύτερος, βαριά τραυματισμένος ξεψύχησε κοντά στου Αλέκου την Καλύβα στο ποτάμι όπου και τον έθαψαν τρίτος τραυματισμένος κατάφερε να ξεφύγει και να ειδοποιήση τους συντρόφους του στη Σκυλόγιαννη. Οι άλλοι δύο αντάρτες ήταν ο Λεωνίδας Κοτσάνης και ο Γιάννης Ευρυγιάννης από τη Σκυλόγιαννη. Σε κάποιο γλέντι στο χωριό της Σκυλόγιαννης φιλονίκησε ο Λεωνίδας με τον Ευρυγιάννη και κατηγορούσε ο ένας τον άλλο, ότι αυτός άνοιξε πρώτος πύρ. Αυτό μαρτυρείται από τον πατέρα μου Δημήτρη Φοίφα γραμματέα στην Κοινότητα Κηρίνθου που ήταν αυτήκοος μάρτυρας.) Ιστορικό αρχείο της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, Αντάρτικο στην Εύβοια. Απο το συλλογικό έργο της Αντίστασης 40-45.Τον 7ο η 8ο του 1944 περίπου εγινε αυτό το συμβάν Η επιχείρηση για συλλογη τροφιμων εγινε στις 23/7/44 από τους Γερμανούς
Ο δεύτερος αδερφός η και ο πρώτος (Έρευνα για Λίμνη) κατοίκησε στο Μετόχι Ευβοίας. Τα παιδιά του ήταν ο Θανάσης και ο Ευάγγελος, πρώτα ξαδέλφια του Παππού μου Ιωάννη.
Μεταξύ των ετών 1897-1900 ο Δημήτρης έφυγε για την Νέα Υόρκη της Αμερικής για μια καλύτερη τύχη. Γρήγορα όμως οι προσδοκίες του δεν ευοδώθηκαν και επέστρεψε στην Τσούκα της Ευβοίας. Στην αρχή προσπάθησε να φτιάξει οικογένεια και αρραβωνιάστηκε στο χωριό Σπαθάρι μια κοπέλα, καχεκτική όπως την ονόμαζε, το γένος Καραδήμα. Για να χωρίσει τελικά και να νυμφευτεί την Ζωή Γεωργίου από την Στροφυλλιά. Η μητέρα του Κωνσταντίνου Σκοπελίτη (δάσκαλος στη Στροφυλλιά) ηταν αδελφή με την Ζωή. Ο Δημήτρης απόκτησε τα τέκνα: Ιωάννη , Κωνσταντίνος, Σταύρος, Γρηγόρης , Παναγιώτα και Γιώργο. Ο Γιώργος πιθανόν να ήταν μελαδερφός ( από άλλη μητέρα) και δεν είχε καλές σχέσεις με τους υπολοίπους. Άγνωστο γιατί. Κατοικούσε στη Σκυλόγιαννη στο σπίτι του Καταραχιά.
Οικογένεια Βασδεκη: Η ετυμολογία του ονόματος «Βασδέκης» προέρχεται από το συνδυασμό της Τούρκικη λέξη (bas) που σημαίνει κεφαλή, και την Ελληνική λέξη «δέκα» (Μπας - δέκας) = (Μπασδέκης) = Αυτός που ενεργεί ως επικεφαλής ομάδας δέκα ατόμων, Η οικογένεια των Βασδεκαίων εχει προέλευση από το Σούλι. Σε πολλές ιστορικές αναφορές αναφέρονται ως Μπασδεκαίοι. Πρωτοστάτησαν στο κάλεσμα της πατρίδας του 1821 και πρόσφεραν τα μέγιστα. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε από τα χωριά του Σουλίου στα μέρη της Χαλκίδας και από εκεί πέρασαν στην Φαράκλα. Τελικά μετακινηθηκαν στην Τσούκα.
Οικογένεια Τομαρά:
(Τα επώνυμο δηλώνει επάγγελμα – εμπόριο τομαριών και κτηνοτρόφοι. Πιθανόν η οικογένεια να είναι Σαρακατσάνικη , από τη μεγάλη οικογένεια των Κυριακαίων . Από τα Άγραφα εγκαταστάθηκαν στη Βλαχιά και από εκεί, στο χωριό μαζί με τους Καλαβρήδες. Λέγεται πως η οικογένεια ήταν πάμφτωχη και για να στεριώση στο χωριό βοήθησε όλο το χωριό και περισσότερο οι ιερείς με το εξής χαρακτηριστικό.)
Η οικογένεια έλκει τη καταγωγή της από τη Βλαχιά του Πηλίου στην Κεντρική Ευβοια. Η παράδοση λέει πως είναι Σαρακατσανοι.
Μια έκδοχή θέλει ως γενάρχη των Κυριακαίων τον Αναστάση Τομαρά (Τάτσης), ο οποίος γεννήθηκε στην περιοχή των Αγράφων. Πιθανών να έχουν έρθει από τα Άγραφα στη Βλαχιά και από εκεί μετακινηθηκαν στην Τσούκα.
Για την καταγωγή των Κυριακαίων (Τομαραίων) υπάρχουν δύο εκδοχές, οι οποίες προκύπτουν από τις μαρτυρίες των γερόντων στην Θράκη, τη Βουλγαρία και τη Μακεδονία, όπου ζουν ακόμα και σήμερα. Οι γέροντες της Θράκης και της Βουλγαρίας λένε πως η φάρα των Κυριακαίων ξεκίνησε από τα Άγραφα έχοντας ήδη το επώνυμο της. Όταν έφτασαν στην Ήπειρο, γύρω στα 1780-90, κινούνταν στην περιοχή του Σουλίου, λόγω της ελάφρυνσης φόρων και της σχετικής αυτονομίας. Εκεί ενας Κυριάκου, άλλαξε το επώνυμό του σε Τσάκαλος, από το παρατσούκλι το οποίο του είχαν δώσει οι σαρακατσάνοι. Αργότερα ένα μέρος της οικογένειας μετακινήθηκε προς την Ανατολική Πίνδο, όπου εκεί αντιμετώπισαν σφοδρές δυσκολίες. Λόγω της μη καταβολής φόρων, ο Αλή Πασάς έστειλε Τουρκαλβανούς να πιάσουν τους άνδρες από τα καλύβια και να τους πάνε στα μπουντρούμια. Οι Τζοχανταραίοι, μη βρίσκοντας τους άνδρες εκεί, άρπαξαν τις γυναίκες τις οποίες και πήγαιναν στα Γιάννενα. Οι άνδρες όμως περίμεναν την αντίδραση του πασά και ενώ είχαν πληροφορηθεί τον ερχομό των Τουρκαλβανών και την αρπαγή των γυναικών, τους έστησαν καρτέρι αιφνιδιάζοντάς τους. Αφού τους έπιασαν και ελευθέρωσαν τις γυναίκες, τους έγδαραν και έστειλαν τα τομάρια τους στον πασά θέλοντας έτσι να του δείξουν ότι τον αψηφούν. Τότε ο πασάς των Ιωαννίνων έβαλε το ασκέρι να κυνηγήσει και να κατασφάξει τα μέλη της φάρας. Έχοντας έτσι η κατάσταση, οι Κυριακαίοι αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ήπειρο προς την Ανατολική Μακεδονία φτάνοντας ως τη Θράκη και τη Βουλγαρία με τη βοήθεια του Κατσαντώνη, με τον οποίο τους συνέδεαν συγγενικοί δεσμοί απο το σόι της μητέρας του. Όσοι θέλησαν να παραμείνουν στην περιοχή της Πίνδου, άλλαξαν το όνομά τους σε «Τομαράς», λόγω της πράξης τους, κινούμενοι προς τα νότια Άγραφα και φτάνοντας αργότερα ως την Εύβοια και Πελοπόννησο.
Η δέυτερη εκδοχή θέλει ως γενάρχη των Κυριακαίων τον Αναστάση Τομαρά (Τάτσης), ο οποίος γεννήθηκε στην περιοχή των Αγράφων. Ο Τάτσης Τομαράς ήταν ληστής της περιοχής και η προφορική παράδοση λέει πως είχε σκοτώσει 99 Τούρκους μέχρι περίπου το 30ο έτος της ηλικίας του. Εκείνο τον καιρό, ο Τάτσης, γνωρίζοντας προσωπικά τον Πατροκοσμά (Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός) του ζήτησε ένα τρόπο για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του, έτσι ώστε να μπορέσει να κάνει οικογένεια. Ο Πατροκοσμάς ακούγοντας τα εγκλήματα που είχε διαπράξει, τον συμβούλευσε να φυτέψει ένα περιβόλι με φρούτα και λαχανικά, τα οποία θα μοίραζε στον κόσμο. Επιπλέον, έμπηξε στο έδαφος δύο ξύλα, τα οποία συγκρατούσαν μια αλυσίδα, και είπε στον Τάτση πως όταν κοπεί η αλυσίδα μόνη της τότε θα έχουν συγχωρεθεί οι αμαρτίες του.
Μετά από καιρό, αφού ακολούθησε την εντολή του Πατροκοσμά και μοίραζε στους διαβάτες τους καρπούς από το περιβόλι του, πέρασε μια μέρα και ένας Τούρκος, τον οποίο φώναξε ο Τάτσης για να τον φιλέψει. Ο Τούρκος, όντας βιαστικός, αρνήθηκε μιλώντας του άσχημα. Ο Τάτσης δεν άντεξε την προσβολή και σκότωσε τον Τούρκο λέγοντας: «εννενήντα εννιά και ένας εκατό». Εκείνη την στιγμή η αλυσίδα του Πατροκοσμά κόπηκε. Ο Τομαράς (Τάτσης) σαστισμένος έτρεξε να τον βρει για να του αναφέρει πως υπέπεσε εκ νέου στο ίδιο αμάρτημα, αλλά και το παράξενο γεγονός με το κόψιμο της αλυσίδας. Αφού τον βρήκε και του ανέφερε τα όσα είχαν συμβεί, εκείνος ζήτησε να πάνε για να δει το πτώμα του Τούρκου. Όταν έφτασαν στο περιβόλι, βρήκαν πάνω στο πτώμα ένα φιρμάνι προς τον Πασά των Ιωαννίνων, το οποίο έλεγε πως πρέπει να καούν δεκατέσσερα χωριά της Πίνδου. Έτσι, ο εκατοστός φόνος έσωσε τις αθώες ψυχές των ανθρώπων που κατοικούσαν σε εκείνα τα χωριά. Ύστερα από αυτά, ο Τάτσης Τομαράς απέκτησε από τον γάμο του τρεις γιους. Ο πρώτος, λόγω του ότι ήταν «πικρός» σαν άνθρωπος, πήρε το παρατσούκλι και ονομάστηκε Φαρμάκης, ο δεύτερος ήταν αδύνατος και ψηλός και έτσι ονομάστηκε Κυριάκος από το «κερί» και ο τρίτος διατήρησε το όνομα του πατέρα του, Τομαράς. Αυτές λοιπόν είναι οι δύο εκδοχές σχετικά με την καταγωγή της φάρας των Τομαραιων.
Οικογένεια Παπαγγελή: Το επώνυμο είναι πατρωνυμικό και προέρχεται από το βαφτιστικό όνομα Αγγελής.
Παλαιότερα το επίθετο της οικογένειας ήταν Αγγελίνα, μητρωνυμικό που βασίζονταν στο βαπτιστικό της μητέρας :Αγγελίνας. Το -παπά προήλθε όταν ο εφημέριος του Χωριού ήταν ο Παπα- Αγγελής προς το τέλος του 18ου αιώνα. Η οικογένεια είναι από τις παλαιότερες του χωριού ,και χάνεται στο βάθος των αιώνων.
Οικογένεια Ασημένια: Από τις πιο παλιές της Ευβοίας. Η οικογένεια είχε άμεση συγγένεια με την Οικογένεια Κικίδη. Η τελευταία, άκμαζε στην Τσούκα μέχρι και το 1830-35.
Η τελευταία ήταν γνωστή από την περιπέτεια απαγωγής γυναίκας μέλους της από τον Αγά Κιαμήλ. Για το ιστορικό αυτό θα μιλήσουμε σε άλλη παραπομπή.
Οικογένεια Καλομοίρη: Η οικογένεια αυτή είναι από τις πιο παλιές Κρητικές οικογένειες. Ο Κρητικός ερευνητής Γ. Παχύλος αναφέρει πως έλκουν την καταγωγή τους από τα Ανώγεια του Νομού Ρεθύμνου. Η οικογένεια, όπως και των Κατσουλαίων μετακινήθηκε βιαίως κατά τον Βενετικό-Τουρκικό πόλεμο , που διεξήχθη το 1645 -1669 με την τελική νίκη των Οθωμανικών δυνάμεων. Πιθανόν να μετέβη πρώτα στην Λακωνία της Πελοποννήσου , από κει στη Βοιωτία και τέλος στην Τσούκα.
Οικογένεια Κικίδη:Το επίθετο δηλώνει επάγγελμα - συλλογή Κηκιδίων. Το πρινοκόκκι ή κικίδι ή κρεμέζ, (κόκκος ή κέρμης ο βαφικός), επί αιώνες αποτελούσε πηγή εισοδήματος για πολλές ελληνικές περιοχές. Είναι έντομα που αναπτύσσονται στα φύλλα της βελανιδιάς. Τα θηλυκά του κέρμητος σχηματίζουν μετά την ανοιξιάτικη γονιμοποίησή τους μικρό εξοίδημα στο φύλλο όπου εναποθέτουν δύο χιλιάδες περίπου αυγά και μία χρωστική ουσία. Οι χωρικοί συγκέντρωναν τους κόκκους πριν εκκολαφθούν τα αυγά, τους έβρεχαν με ξίδι και κρασί και τους στέγνωναν στον ήλιο. Έτσι οι κόκκοι έχαναν το επικονίαμά τους και αποκτούσαν ερυθρόφαιον χρώμα. Έχουν μέγεθος πιπεριού ή μπιζελιού, είναι σταυροειδείς και περιέχουν μια κόκκινη κονιώδη μάζα. Έδινε βαθύ κόκκινο χρώμα στα μαλλιά και στα μετάξια".
Επίσης, σύμφωνα με τον Έλμουτ Μπάουμαν στο "η ελληνική χλωρίδα στο μύθο, στην τέχνη, στη λογοτεχνία" (Εκδ. Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσεως), "στην αρχαία Ελλάδα έβαφαν εκτός από το μαλλί, τα δέρματα και τα εισαγόμενα υφάσματα από μετάξι, με τον κόκκο τον βαφικό (από τον οποίο προέρχεται και η ονομασία κόκκινο). Επειδή το χρώμα ήταν ακριβό το κρατούσαν για τους πλούσιους. Κατά τον Πλούταρχο, αναφέρει ο Μπάουμαν, ο Θησέας χρησιμοποίησε πανιά που ήταν βαμμένα με τέτοιο χρώμα όταν πήγε στην Κρήτη για να νικήσει τον Μινόταυρο. Στη Σπάρτη δεν συμπαθούσαν τους βαφείς γιατί αφαιρούσαν από το μαλλί το ωραίο άσπρο χρώμα του, για να γελάσουν έτσι τη φύση. Σε νεώτερα χρόνια όμως, οι Σπαρτιάτες έβαφαν τον πολεμικός τους ρουχισμό κόκκινο για να μη διακρίνονται οι λεκέδες με αίμα"
Άμα ξεραθούν, τα μαζεύουν, τα τρίβουν και τα κάνουν σκόνη πού την χρησιμοποιούν για χρωστική. Κάνει βαθύ κοκινο χρώμα (Κριμέζι) και το χρησιμοποιούσαν για να βαφουν φέσια, αλλά και στην υφαντουργική. Κατασκεύαζαν φάρμακο στα μικρά παιδιά και στους μεγάλους ακόμα όταν συγκαίονται οι μασχάλες ή τα σκέλια των, ρίχνοντας σκόνη στο συγκαμένο μέρος.Την ίδια σκόνη, την χρησιμοποιούν και στις ζωχάδες εξωτερικώς (σαν την πούδρα) καθώς και στις παθήσεις τής μήτρας τής γυναίκας, όπου κάνουν κλύσματα στη μήτρα με χλιαρό νερό στο οποίο έχουν διαλύσει σκόνη από κηκίδια.
Η οικογένεια ήταν πολυπληθείς στην Τσούκα με συγγενείς στην Παλαιά φαράκλα. Είχαν άμεση συγγένεια με την οικογένεια του Ασημένιά. Η οικογένεια είχε ένα άτυχο γεγονός που ανάγκασε πολλούς να φύγουν από το χωριό. Υπήρχε μια νέα γυναίκα ,από αυτό το σόι η οποία είχε άμορφα ψυχικά και σωματικά χαρακτηριστικά. Αυτό τράβηξε το ενδιαφέρον του Αγά Χατζη-Ισμαήλ-Κιαμηλ που διέτριβε στο κονάκι του στη Σκυλόγιαννη , απέναντι από την σημερινή οικία του Αβέρωφ. Έχουν βρεθεί και αναγνωρισθεί πάμπολλα οικιακά αντικείμενα που ανάγονται στην εποχή της τουρκοκρατίας. Ο Κιαμήλ ήταν κάτοχος και της Κρύας Βρύσης και περιβόητος για της ερωτοτροπίες του. Ο Αγάς την παρακολουθούσε συνεχώς είτε στα χωράφια ,είτε την έστηνε στις βρύσες τις Τσουκας ,ψάχνοντας αφορμή για να πιάση κουβέντα μαζί της. Η Τσουκαίτισα όμως αντιστεκόταν σθεναρά στις ανήθικες προτάσεις του Κιαμήλ. Αυτός όμως δεν το ΄βαζε κάτω και τελικά λίγο πριν την απελευθέρωση την απήγαγε. Πέρασε την Χαλκίδα και από εκεί στη Λάρισα. Από εκεί η Νέα με τη βοήθεια ενός πραγματευτή το έσκασε και ξαναήρθε στο χωριό. Εκεί βρέθηκε σε ένα μεγάλο δίλημμά και πειρασμό. Το χωριό σύσσωμο δεν την ήθελε ξανά στους κόλπους τις λέγοντας πως ήταν μαγαρισμένη με τον Αγά και ότι η ίδια το προκάλεσε. Είδε και από είδε και τότε τους αποκάλυψε ένα μέρος που ο Αγάς είχε κρύψει λίρες. Αν θα την δεχόντουσαν πίσω τότε αυτή θα τους μοίραζε τις λίρες ωπερ και εγένετο. Η παράδοση λέει πως όλοι πήραν το μερίδιο τους εκτός από τους γονείς του Ασυμένια. Κατόπιν με το δικό της μερίδιο έκτισε την εκκλησία του Αγιου Δημητρίου στη Παλαιά Φαράκλα. Για περισσότερα στο Ιστορικό μυθιστόρημα του Πέτρου Φοίφα " Η Ζόρικη" (υπο έκδοση)
Οικογένεια Γεροδημητρίου: Από τις παλιές οικογένειες της Περιοχής. Κατάγεται από τη Στροφυλλιά. Εγκαταστάθηκε για λίγο στο Χωριό και έπειτα επέστρεψε πίσω
Οικογένεια Πλέρου: Το επώνυμο πηγάζει από το Πλέριος - ολοκληρωμένος, πλήρης, τέλειος. Το επώνυμο είναι από τα πιο παλιά στην Εύβοια και τις Στερεάς Ελλάδας. Στο χωριο εγκαταστάθηκε ο πατέρας του Ιωάννη Πλέρου από το Μετόχι. Η γιαγιά του ,Μανού, πρόλαβε τον ανεμοστρόβιλο*,και συχνά πυκνά έδειχνε τα πόδια της χτυπημένα στους διαβάτες. Η κόρη της Μαριγάνα παντρευτηκε τον πατέρα του Γιάννη , και ήταν από το σόι του Κικίδη ( Ο Ιωάννης μου είπε ότι είναι από το σί του Αλεξανδρή, και το σπίτι τους ήταν πάνω στου Κατόπουλου. Το Κικίδης ήταν ψευδώνυμο)
*= "ΤΟ ΘΆΜΑ ΤΟΥ ΑΙ ΝΙΚΌΛΑ" Του Πέτρου Λεβάχη
Οικογένεια Αναστασίου. Από τις πιο παλιές του χωριού. Το επώνυμο πηγάζει από τη λέξη Ανάστασις (ο σχετιζόμενος με την Ανάσταση του Χριστού).
Οικογένεια Αντωνίου. Πατρωνυμικό επώνυμο , από το βαπτιστικό όνομα Αντώνης-Αντώνιος. Δεν γνωρίζουμε πότε εγκαταστάθηκε στο χωριό.
Οικογένεια Θεοδωσίου: Επώνυμο πατρωνυμικό. Θεός+δίδωμι= δοσμένος στον Θεό. Προέρχεται από το αρχαίο Ελληνικό όνομα Θεοδόσιος. Από τις παλαιότερες οικογένειας του Χωριού. Παλαιότερα είχε δυο επώνυμα. Παναγιώτου και Τσιμιλιώτη. Τα επώνυμα τα αντικατέστησε ο π. Θεόδωρας σε Θεοδωσίου. Ηταν Λευιτική οικογένεια. Σημαντική προσωπικότητα υπήρξε ο Π.Θεόδωρας, που ήταν ιερέας Τσούκας – Φαράκλας αλλά και δάσκαλος του χωριού. Είχε αντικαταστήσει τον πατέρα του π. Δημήτριο Παναγιώτου η Τσιμιλιώτη. Σήμερα συνεχιστής ο π. Αγγελής , εφημέριος στο χωριό της Αγίας Αννας.
Οικογένεια Θεοδώρου: Το επώνυμο σημαίνει Θεού-δώρο. Από τις παλιές οικογένειες στο χωριό.
Οικογένεια Κατόπουλου: Το επώνυμο προέρχεται από την Τουρκική λέξη Kati= πλήρης η πολύς η τραχύς η σκληρός. Πιθανό να μετανάστευσαν στην Τσούκα από την Κεντρική Μακεδονία και κατά την κάθοδο των υπολειμμάτων του οπλαρχηγού Εμμανουήλ Παπά, έπειτα από το αποτυχημένο επαναστατικό κίνημα. Μαζί του ήρθαν και άλλε οικογένειες όπως του Μαρμαρινού ,του Συκιώτη, Σκούρα , Τσώτου , Σούλου κλπ.
ο επώνυμο προέρχεται από το Αιβαλί* της Ανατολική Θράκη.
Το Αϊβαλή (ελληνικό όνοµα = Κύδωνες), ανήκε στον καζά του Λουλέ Μπουργκάζ (είναι η παλιά ελληνική πόλη, Αρκαδιούπολις), που υπαγόταν στο σαντζάκι των Σαράντα Εκκλησιών. Το 1912 υποχωρώντας ο τουρκικός στρατός φόνευσε πολλούς κατοίκους, καθώς και, τον 80χρονο ιερέα του χωριού, παπα-Λάζαρο. Το 1913 καταστράφηκε ο ναός του Αγίου Αθανασίου και κάηκαν όλα τα ιερά σκεύη. Το 1914 συνελήφθησαν όλοι οι πρόκριτοι, αναγκάστηκε όλο το χωριό σε εκπατρισμό και, κάτω από οδυνηρές συνθήκες, έφυγε το Μάρτιο του 1914 για την ενδότερη Ελλάδα.
· Πηγή = Ιστορικά δρώμενα του Πεδινού.
Οικογένεια Κοτσάνη: Κοτσάνης= παρατσούκλι από τη λέξη κοτσάνι, μέρος φύλλου. Η οικογένεια μετανάστευσε στην Τσούκα πιθανόν από την περιοχή της Αρναίας Χαλκιδικής.
Μετά το αποτυχημένο κίνημα του Εμμανουήλ Παππά στη Χαλκιδική. Ο Εμμανουήλ Παπάς προετοίμασε την επανάσταση στη Χαλκιδική με ΑΝΣΚ να αποκλείσει τις Τούρκικες δυνάμεις της Θεσσαλονίκης αλλά και να εμποδίσει τις τυχόν ενισχύσεις από ξηράς προς αυτήν.
Στις 23/Μαρτίου 1821 φορτώνει όπλα και πυρομαχικά στο καράβι του Χατζή Βισβίζη* και τα στέλνει στην Ι.Μ.Εσφιγγμένου στο Αγιο Όρος. Στις αρχές Ιουνίου το κίνημα εξαπλώνεται παντού στη Χαλκιδική. Ολόκληρες οικογένειες συμμετέχουν με ενθουσιασμό στις παραινέσεις του Παππά. Μια από αυτές ,των Κοτσανέων. Δυστυχώς όμως, η απειρία, η έλλειψη ικανής Ηγεσίας και οργάνωσης, η έλλειψη σε όπλα και τρόφιμα ατόνησε τις πολεμικές επιχειρήσεις. Με αποτέλεσμα στις 30 Οκτωβρίου ο Μεχμέτ Εμίν να εισβάλει ακάθεκτος στην Κασσάνδρα. Το κίνημα είχε ουσιαστικά κριθεί. Σφαγές ,λεηλασίες και προσφυγιά συνθέτουν τα αποτελέσματα της αποτυχίας. Πολλές οικογένειες κατέφυγαν με πλεούμενα στις Βόρειες Σποράδες και από εκεί στην Βόρειο Εύβοια.
Οι οικογένειες των Κοτσανέων, Του Κατόπουλου, Του Συκιώτη στο Μετόχι , των Μαρμαρινών στο Αχλάδι και στην Αγία Αννα, του Τσότρα στη Στροφυλιά, του Σαρρή , του Χασιώτη στην Κήρινθο στην Αγία Άννα και πολλές άλλες έλκουν την Καταγωγή τους από την ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής.
Οικογένεια Λάμπρου: Το επώνυμο προέρχεται από το επίθετο Λαμπρός. Με αναβίβαση του τόνου το χρησιμοποιούμε ως επίθετο. Σχετίζεται ετυμολογικά με την Λαμπρή. Από τις πιο παλιές στο χωριό. Σήμερα έχει μεταναστεύσει στο Μαντούδι.
Οικογένεια Μπούρα: Το επώνυμο έχει δυο εξηγήσεις. Η πρώτη: αρβανίτικης προέλευσης , όπου :Μπούρας < burrë, - i, o άντρας, o γενναίος, o σύζυγος, Μπούρης, Μπουρής, Μπουρίκας. Και η δεύτερη: Μπουρίκος, Μπούρκας Μπούρος ή < το σλαβ. bura (μπουρίνι) που σημαίνει τρικυμία, θύελλα, μπόρα. Δεν αποκλείεται όμως να είναι και βλάχικης προέλευσης. Η οικογένεια εμφανίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα και είχε άμεση σχέση με την οικογένεια του Ασημένια. Ο Παναγιώτης Μπούρας είχε ένα γιό και μια κόρη. Τον Δημήτρη και την Παναγιώτα; που παντρεύτηκε στη Στροφυλλιά. Ο Δημήτρης γεννήθηκε το 1916 και στο κάλεσμα της πατρίδας κατά τον Έλληνο-ιταλικο πολέμο 1940 , παρουσιάστηκε με το βαθμό του στρατιώτη στο 3ο σύνταγμα Πεζικού. Η έδρα του 3ου συντάγματος έδρευε στην Λαμία. Στις 13 Νοεμβρίου 1940 το σύνταγμα προωθήθηκε δια μέσω Μετσόβου προς τον τομέα Ελαίας/Καλαμά. Από τις 23 Νοεμβρίου υπήχθη στο ΒΣΣ, ως απόσπασμα Δημοκοστούλα. Τον Ιανουάριο κατέλαβε την Κλεισούρα – Τρεμπεσίνα. Τα ίχνη του Δημήτρη χάνονται την 11/2/1941 στο ύψωμα 1620 της Τρεμπεσίνας, έπειτα από σφοδρό βομβαρδισμό της Ιταλικής αεροπορίας.Πηγές:
1). Χειμεριναί επιχειρησεις και Ιταλική επίθεση. Εκδοση ΓΕΣ.
2). Αγαθοκλής Παναγούλιας -Ιστορικός Ερευνητης
Πεσόντες του 40
Οικογένεια Παπακωσταντίνου: Από τις παλαιότερες του χωριού. Άγνωστο η οικογένεια ποτέ εγκαταστάθηκε στο χωριό.
Οικογένεια Παππάς: Το επώνυμο Παπάς σημαίνει τιμητικός τίτλος ιερέων. Από την αρχαία Ελληνική πάπας (Πατέρας) Ο Παππάς ήρθε από τις Σέρρες και έκανε οικογένεια στο χωριό. Είναι μέλος της μεγάλης οικογένειας των αγωνιστών Παππάδων. (Εμμανουήλ Παππά).
Οικογένεια Αλεξανδρή: Η οικογένεια είναι από τις παλαιότερες του χωριού. Είχε συγγένεια με την οικογένεια του Πλέρου, και του Σταματίου. Έλκη την προέλευση της από την Νεροτριβιά ( Μαρτυρία Αποστόλη, μπούκα, Αλεξανδρή. Μετακόμισε στην Τσούκα μετά το 1840. Σήμερα εχει μετακομίσει στη Κήρινθο.
Οικογένεια Σιάτρα: Το επώνυμο, κατά μια εκδοχή, σημαίνει τσαπατσούλης, αυτός που δεν προσέχει την εμφάνισή του. Η δεύτερη εκδοχή, από το Σλαβικό sjatra, σκηνή, τέντα. Η προέλευση είναι Ηπειρώτικη και Βλάχικης καταγωγής.
Άγνωστο η οικογένεια ποτέ εγκαταστάθηκε στο χωριό.
Οικογένεια Σταματίου (Πατρωνυμικό επίθετο). Προέρχεται από το βαφτιστικό όνομα Σταμάτης. Κατά παράδοση, είναι εκ της παλαιοτάτης του χωριού. Προέρχεται από το γένος Κικίδι. Ηταν ξαδέλφια με τους Αλεξανδρεο
Οικογένεια Στούμπου: Το επώνυμο προέρχεται από την πρωτοσλαβική λέξη stopa (με απόδοση του Σλαβικού ο στα Ελληνικά με ου και έρρινο σύμφωνο) που σημαίνει το γουδί. Η προερχόμενη από την ως άνω σλαβική λέξη νεοελληνική λέξη στούμπος, σημαίνει το γουδοχέρι και μεταφορικά τον κοντό άνθρωπο. Το επώνυμο είναι παρώνυμο. Μάλλον πρόκειτε για βλάχους από τη Στερεά Ελλάδα . Κατά το ολοκαύτωμα της Τσούκας το 1944 φονεύθηκαν στην Τσούκα, και πιο συγκεκριμένα στην έξοδο του χωριού προς τον τίμιο Πρόδρομο το ζεύγος Ζούμπου, από θραύσματα χειροβομβίδας. Την δολοφονική ενέργεια την προκάλεσαν τέκνα αιμοσταγών Ούννων.
Οικογένεια Βαρσάμη: Οικογένειες Βαρσαμέων συναντούμε στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκίδας. Η οικογένεια προέρχεται απο τη Χαλκιδική. Εγκαταστάθηκε στο χωριό κατά τα γεγονότα του κινήματος του Εμμανουήλ Παπά. Σήμερα δεν απαντάται στην περιοχή μας.
Στην παρούσα εργασία μου καταπιάνομαι (ή αρχή είχε γίνει παλαιότερα μέ δημοσίευμα στο τοπικό περιοδικό "Εύρωστινιανά Φύλλα") μέ τήν εξέταση των Οικογενειακών 'Ονομάτων της περιοχής, τών επωνύμων δηλαδή πού φέρουν οι κάτοικοι τοϋ δήμου Εύρωστίνης (εΐναι τό δυτικότερο τμήμα τού Νομού Κορινθίας, στα σύνορα μέ τήν Αιγιαλεία), είτε αυτοί είναι γηγενείς είτε έγκατεστάθηκαν εδώ αργότερα. Παρά τή δυσκολία πού παρουσιάζει αυτή ή έρευνα άπό τήν έλλειψη οιασδήποτε προγενέστερης εργασίας, ένόμισα οτι αξίζει τον κόπο να άσχοληθή κανείς μέ τό θέμα. Άπό τήν ετυμολογική διερεύνηση τών ονομάτων προσώπων ή τόπων μπορούν να εξαχθούν πολύτιμα συμπεράσματα. Δέν πρόκειται για τήν Ικανοποίηση μιας απλής περιέργειας, άλλα για τήν κατανόηση τού ιστορικού παρελθόντος τού τόπου μας καί τήν εκτίμηση τών περιπετειών άπό τίς όποιες πέρασε αυτός ó τόπος κι αυτός ο λαός. Ωστόσο ή έτυμολόγηση τών οικογενειακών ιδίως ονομάτων λίγες φορές είναι εύκολη καί οχι σπάνια ακατόρθωτη ή παρακινδυνευμένη. Εύκολα γλιστρά κανείς σέ παρετυμολόγηση. "Ετσι κι αλλιώς ή τελική κρίση διατυπώνεται συχνά ώς πιθανολογική ή απλή εικασία. Μαζί μέ τά κυρίως οικογενειακά ονόματα εξετάζονται στην απαρίθμηση πού ακολουθεί καί τά παρωνύμια ή παρατσούκλια. Αυτά σημειώνονται μέ αστερίσκο. Πρέπει όμως να είπωθή οτι μερικά άπό αυτά (π.χ. Λινάρδος) λειτουργούν καί ώς κανονικά επώνυμα καί οτι πολλά οικογενειακά ξεκίνησαν ώς παρατσούκλια. Εδόθησαν σέ κάποιον για να εκφράσουν κάποιες ιδιομορφίες του, σωματικές ή άλλες, συνήθειες, κουβέντες, κινήσεις του. Συνήθως προβάλλουν κάποιο ψεγάδι, ενίοτε καί κάποιο προτέρημα. Καί ήταν τόσο εύστοχα, ώστε εξελίχθησαν σέ κανονικά επώνυμα. Αυτό σέ παλαιότερους καιρούς. Σήμερα, μέ τήν καταγραφή τών ονοματεπωνύμων σέ παντοειδείς επίσημους καταλόγους καί ταυτότητες, ένα παρωνύμιο δέν μπορεί νά έδραιωθή ώς οικογενειακό δνομα τού φέροντος.
ζ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου