Αν στρέψει κανείς το βλέμα του δυτικά , και είναι τυχερός ,μπορεί να ακούσει καλλικέλαδους ψάλτες που υμνούν τον Αη Γιάννη τον βαπτιστή. Πόσοι και πόσοι Τσουκαίτες κάθισαν στα ξύλινα στασίδια του, προσμένοντας την υγιά και την πνευματική προκοπή τους. Πόσες νιες και μανάδες δεν πότισαν το ξύλο από τα ζεστα δακρυά τους, για τους αγαπημένα πρόσωπά.Κι όλα αυτά σε ενα μικρό ναό. Που για αιώνες βάστηξε την πίστη τους σε δύσκολους καιρούς. Βάστηξε τα βάρη και και τον πόνο των ψυχών τους.
Δυτικά του χωριού Τσούκα στέκει σαν αγέρωχος βιγλάτωρ ο μικρός σταυρεπίστεγος ναός του τιμίου Προδρόμου Τσούκας. Εορτάζει στις 29 Αυγούστου μνήμη της απότομής τιμίας κεφαλής του Τιμίου προδρόμου. Ως προς την αρχιτεκτονική του, ανήκει στην σπάνια κατηγορία του μονόχωρου σταυρεπίστεγου. Είναι ο μοναδικός σταυρεπίστεγος ναός στη Βόρειο Εύβοια. Οι σωζόμενοι σταυρεπίστεγοι του νησιού είναι 29, εκ των οποίων οι 18 υστεροβυζαντινοί και οι 11 μεταβυζαντινοί, άνισα κατανεμημένοι. Οι περισσότεροι, συνολικά 24, βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο κεντρικό τμήμα της Εύβοιας, 4 στο νότιο τμήμα και μόνο ένας στο βόρειο. Είναι όλοι μικρών διαστάσεων και πιθανότατα αποτελούσαν οικογενειακούς ναΐσκους Βυζ. Μνημεία Ι.Μ.Αιτωλίας και Ακαρνανίας ημ. εκδ. 2009).Το εμβαδόν του εσωτερικού χώρου , χωρίς την κόγχη του ιερού σε τετραγωνικά μέτρα είναι 18τ.μ. και ανήκει οπωσδήποτε στους μικρούς οικογενειακούς ναούς. Στα νεότερα χρόνια μετατράπηκε σε κοιμητηριακό. Ο ναός κτίστηκε πιθανόν από τον βυζαντινό Βοιωτό άρχοντα Λεοβάχο-η που είχε μεγάλη κτηματική περιουσία. Το όνομα του έχει καταγραφεί ως τοπωνύμιο στην ομώνυμη θέση Λεβάχι. Οι Λεοβάχοι ήταν αρχοντική οικογένεια της Βοιωτίας με το τον πιο γνωστό Θεόδωρο Λεοβάχο ανακαινητη της ιεράς μονής του Αγίου Λουκά στο στείρι. Πολύ πιθανό η μονή του Αγίου Λουκά να είχε μετόχι στην περιοχή της Τσούκας. Ο μικρός ναός επεδείκνυε την απαράμιλλη εσωτερική ομορφιά του, καθώς ήταν αγιογραφημένος με υψηλής ποιότητα αγιογραφίες. , στοιχείο που συνηγορεί σε δαπάνη αρχοντικής οικογένειας. Δυστυχώς όμως ανεύθυνες καταστροφικές επεμβάσεις, πιθανό μετά του 1960 κατάστρεψαν ολοσχερώς τις αγιογραφίες. Κατάφερε όμως να τις επισημάνει η έφορος κλασικών αρχαιοτήτων Αγγελική Ανδριωμένου που είχε τοποθετήσει τον ναό στον ΙΖ αιώνα (βλ. Εύβοια."Αρχαιολογικό δελτίο", τομ. ΙΣΤ΄/1960,χρονικά σελ.151), αλλά οι αμελέτητες τοιχογραφίες του μνημείου πιθανότατα ανήκαν στον ΙΔ αιώνα. Εξάλλου στο μεσημβρινό τοίχο του ναού, πάνω στις τοιχογραφίες, σώζόταν λατινικό χάραγμα του 1457,που φυσικά αποτελεί και terminus ante quem. Πολύ πιθανόν ο ναός να είχε κτιστεί σε παρελθόντα χρόνο. Μια παράδοση λέει πως τα φερτά υλικά, όπως μαρτυρούν και οι επαΐοντες, έχουν μεταφερθεί από παρακείμενο μοναστήρι που υπήρχε στη θέση λουλούδια, στην δυτική όχθη του Νηλέα. Άγνωστο πότε καταστράφηκε . Τα πλατιά κεραμίδια του ναού ήταν κατασκευασμένα από τοπικά Τσουκαίτικα εργαστήρια.
Συγγραφεύς: Δημήτριος Παπαδημητρίου :
«Συμβολή στη μελέτη
της υστεροβυζαντινής ναοδομίας:
οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Εύβοιας»
Άγ. Ιωάννης Πρόδρομος. Ζωοδόχου Πηγής (Τσούκας) Ευβοίας.
Τύπος: μονόκλιτος σταυρεπίστεγος τύπου Α1 Χρονολόγηση: 14ος αι. Βρίσκεται σε μικρή ρεματιά στο δυτικό άκρο του χωριού Ζωοδόχος Πηγή (πρώην Τσούκα) σε απόσταση 4.5 χλμ. δυτικά του Μαντουδίου και 10 χλμ. Α-ΒΑ της Λίμνης στη βόρεια Εύβοια.
Ήταν ναός του παλιού νεκροταφείου, που σήμερα έχει μεταφερθεί λίγο δυτικότερα. Λόγω της τοπογραφικής θέσης του αποκλίνει από τον άξονα Α-Δ προς Β κατά 50 μοίρες και είναι κτισμένος σε κατωφερές από ΒΑ προς ΝΔ έδαφος, με αποτέλεσμα η ανατολική του όψη να έχει μικρότερο ύψος από τη δυτική. 251 Φαράντος 1984-1985, σ. 388. 95 Μέχρι τουλάχιστον το 1990 ήταν εξωτερικά επιχρισμένος. Αργότερα τα επιχρίσματα καθαιρέθηκαν στο πλαίσιο εργασιών επισκευών, που πραγματοποιήθηκαν από τους κατοίκους του χωριού, οι οποίες αν και συντέλεσαν στη συντήρηση του μνημείου, προκάλεσαν σε αρκετά σημεία αλλοιώσεις της παλιάς μορφής του. Ταυτόχρονα στον περιβάλλοντα χώρο έγιναν πλακοστρώσεις, φύτευση παρτεριών, κατασκευή κλιμακοστασίων και άλλες διαμορφώσεις. Αποτελεί τον μόνο γνωστό μέχρι σήμερα σταυρεπίστεγο ναό στο βόρειο τμήμα του νησιού και ανήκει στην παραλλαγή Α1 με συνεχείς και αδιάσπαστους τους μακρούς τοίχους του. Έχει ελαφρώς τραπεζιόσχημη κάτοψη και είναι σχετικά μικρός και αρκετά πεπλατυσμένος (εικ. 207 και 209) με μέσες εξωτερικές διαστάσεις 6.57 x 5.00μ και εσωτερικές 5.13 x 3.52μ. Η εγκάρσια καμάρα (εικ. 214-216) με εξωτερικό πλάτος 2.39μ. και αντίστοιχο εσωτερικό 1.54 είναι αρκετά πλατιά σε σχέση με το μήκος του ναού. Με μέγιστο εσωτερικό ύψος 4.67μ. διακόπτει κατά τι πλησιέστερα προς το δυτικό τοίχο την κατά μήκος καμάρα αντίστοιχου ύψους 3.63μ. Είναι δηλαδή ψηλότερη κατά 1.04μ. Στην ανατολική πλευρά η ελαφρώς προεξέχουσα τυφλή και χαμηλή κόγχη του Ιερού είναι εσωτερικά ημικυκλική με άνοιγμα 1.25μ. και βέλος 0.57μ και εξωτερικά τρίπλευρη τραπεζιόσχημης κάτοψης, με πολύ μικρές τις πλάγιες πλευρές μήκους μόλις 0.35 και 0.40μ. και αρκετά μεγαλύτερη τη μεσαία. Σε σχέση με το πλάτος του ναού είναι πολύ μικρή. Η τοιχοποιία συνίσταται από ακανόνιστη αργολιθοδομή με αραιή χρήση θραυσμάτων πλίνθων που συνδέονται σήμερα με τσιμεντοκονίαμα. Ορισμένοι από τους αδρά λαξευμένους γωνιόλιθους, κυρίως στο κάτω τμήμα των γωνιών του ναού, είναι ιδιαίτερα ογκώδεις, ίσως αρχαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση. Οι δικλινείς στέγες του ναού μέχρι το 1980 καλύπτονταν με παλιά πλατιά κεραμίδια. Τα σημερινά κόκκινα κεραμίδια είναι νεώτερα με τις απολήξεις τους να προεξέχουν ακαλαίσθητα των όψεων. Ο ναός έχει μόνο μία χαμηλή (ύψους 1.57μ.) τοξωτή εξωτερικά θύρα εισόδου με επεξεργασμένο λίθινο περιθύρωμα που καταλήγει ψηλά σε φράγκικης μορφής οξυκόρυφο τόξο και περιορίζει το εσωτερικά ορθογώνιο άνοιγμά της(εικ. 210 και 216). Η θύρα είναι ασύμμετρα τοποθετημένη στο νότιο τοίχο του εγκάρσιου χώρου, πλησιέστερα προς τη δυτική πλευρά του ναού, προφανώς για να δώσει περισσότερο χώρο μπροστά στο Ιερό. Στη στάθμη περίπου των γενέσεων του τόξου προεξέχουν δύο λίθινοι τετράπλευροι μαστοί, εκ των οποίων ο ανατολικός φέρει πέντε οριζόντιες γλυφές, ενώ ο δυτικός είναι αποκεκρουμένος. Πιθανόν πρόκειται για αναμονές για την κατασκευή προπύλου ή προστώου, που μάλλον δεν κτίστηκε ποτέ. Ο νότιος τοίχος του εγκάρσιου χώρου εξαίρεται περισσότερο από τα υπόλοιπα μέρη του ναού (εικ. 210). Έτσι ψηλότερα της θύρας διανοίχθηκε μεταγενέστερα τυφλή κόγχη ορθογώνιας κάτοψης επίσης ελαφρώς οξυκόρυφη, ύψους 0.93μ., πλάτους 0.50μ. και βάθους 96 0.37μ. με νεώτερη ψηφιδωτή παράσταση του Προδρόμου και λίθινο πλαίσιο, διπλό στη βάση. Επιπλέον το τόξο της περιτρέχει μονή σειρά πλίνθων. Η κόγχη διακόπτει την κάτω αριστερή γωνία του πλαισίου δίλοβου παραθύρου με ημικυκλικούς λοβούς που ανοίγεται στο μέσο περίπου του ανώτερου τμήματος του τυμπάνου της εγκάρσιας καμάρας. Το παράθυρο αυτό, όπως και το μονόλοβο παράθυρο του βόρειου τυμπάνου της καμάρας είχαν, κατά τον Δημητροκάλλη 252 , κλειστεί σε κάποια όχι πολύ μεταγενέστερης εποχής επισκευή και διανοίχθηκαν κατά την πρόσφατη καθαίρεση των επιχρισμάτων. Το νότιο παράθυρο (εικ. 211) έχει μαρμάρινο αμφικιονίσκο με πώρινο ακόσμητο επίθημα. Οι λοβοί έχουν λαξευτεί σε ευρύτερο ημικυκλικό τύμπανο με συμφυές λοξότμητο γείσο-πλαίσιο που φθάνει μέχρι τη γένεσή τους. Οι κατακόρυφοι σταθμοί του παραθύρου είναι κτισμένοι με ημίεργους κανονικούς λίθους εν μέρει καλυμμένους από το νεώτερο τσιμεντοκονίαμα. Ο Δημητροκάλλης είχε παρατηρήσει, παρά την κάλυψη τότε με επιχρίσματα, λείψανα πλίνθινου πλαισίου του νότιου παραθύρου, το οποίο πράγματι αποτελείται από μία αποσπασματικά σωζόμενη σειρά πλίνθων, που περιβάλλει το τοξωτό γείσο του τυμπάνου του και μέρος του δυτικού λαμπά. Δυτικά του τυμπάνου του παραθύρου έχει εντοιχιστεί μικρή μαρμάρινη ανάγλυφη πλάκα, που διακοσμείται με σταυρό, στα άνω διαμερίσματα του οποίου διακρίνεται το συμπίλημα ΙΓ/Χ και στα κάτω μάλλον η χρονολογία 18/18, που ίσως σχετίζεται με κάποια επισκευή των αρχών του 19ου του μνημείου. Πάνω από το παράθυρο, στην κορυφή δηλαδή του αετώματος, υπάρχει πλίνθινος σταυρός με τις κεραίες του διαμορφωμένες από διπλές πλίνθους και με το συμπίλημα Ι Ι/ Χ/ Ν/ Κ, δηλαδή «Ιησούς Χριστός Νικά», στα διάχωρα μεταξύ των κεραιών (εικ. 212). Το πραναφερθέν βόρειο παράθυρο είναι στενό με ημίεργο λίθινο ανώφλι. Ο φωτισμός του ναού συμπληρώνεται από ένα ψηλό δίλοβο φράγκικης μορφής παράθυρο στο δυτικό τοίχο του μνημείου (εικ. 213). Έχει ελαφρά οξυκόρυφους λοβούς και εκφυλισμένης μορφής αμφικιονίσκο με πεντάπλευρες τις στενές πλευρές του, που μάλλον προέρχεται από άλλο μνημείο δεδομένου ότι το επίθημά του προεξέχει και των δύο πλευρών του τοίχου (κατά 9εκ. της εξωτερικής πλευράς και 6 της εσωτερικής). Τα τόξα των λοβών περιθέουν αποσπασματικά διατηρημένες παρυφές από ακτινωτά διαταγμένα τεμάχια πλίνθων με περιβάλλουσες μονές σειρές πλίνθων. Ένας πλίνθινος σταυρός όμοιας μορφής με αυτόν της νότιας όψης, αλλά χωρίς το συμπίλημα στα διάχωρα, επιστέφει το παράθυρο συμπληρώνοντας τον περιορισμένο αλλά υπαρκτό κεραμοπλαστικό διάκοσμο του μνημείου. Το εσωτερικό του ναού είναι καλυμμένο με λευκά επιχρίσματα. Λιγοστά λείψανα τοιχογραφιών είχαν ήδη ασβεστωθεί πριν το 1998. Το δάπεδο και το τέμπλο είναι νεώτερα. Το 252 Δημητροκάλλης 1983α, σ. 279. 97 κάτω μέρος της κόγχης του Ιερού είναι κτισμένο και φέρει νεώτερη μαρμάρινη καλυπτήρια πλάκα ως Αγ. Τράπεζα πάνω από την παλιά λίθινη πλάκα. Πάνω στην Αγ. Τράπεζα είναι εναποτεθειμένο μικρό απότμημα επιχρισμένου πώρινου, ίσως παλαιοχριστιανικού, θωρακίου με τμήμα ανάγλυφου σταυρού στη μία πλευρά. Στο πάχος του ανατολικού τοίχου ανοίγεται το τοξωτό ορθογώνιας διατομής κογχάριο της πρόθεσης διαστάσεων 0.60 x 0.30μ. Στη γωνία της πρόθεσης χαμηλά έχει κτιστεί μικρό τεταρτοκυκλικό χωνευτήριο πάνω σε πολύ χαμηλό πεζούλι. Μεγαλύτερη τεταρτοκυκλική κατασκευή καλυμμένη με νεώτερη μαρμάρινη πλάκα με τετράγωνη οπή στη ΝΔ γωνία του ναού χρησίμευε και αυτή πιθανόν ως χωνευτήριο. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του ναού υπήρχε προσαρτημένο μεταγενέστερο στενό ορθογώνιο κτίσμα, που πιθανόν λειτουργούσε άλλοτε ως οστεοφυλάκειο (εικ. 208). Όπως προκύπτει από παλιές φωτογραφίες ήταν λιθόκτιστο και επιχρισμένο, με μεγάλους γωνιόλιθους στη ΒΑ γωνία, με ορθογώνια είσοδο στη στενή ανατολική πλευρά του και μονόριχτη κάλυψη από ελλενίτ. Καθαιρέθηκε πριν το 1998 και σήμερα η θέση του υποδηλώνεται από πρόσφατα κατασκευασμένο υπερυψωμένο πλακόστρωτο πλάτωμα (εικ. 206). Όσον αφορά στη χρονολόγηση του μνημείου οι απόψεις των μελετητών διίστανται. Ο Δημητροκάλλης253 βάσει των αναλογιών του ναού, των πλατιών βυζαντινών κεραμιδιών της αρχικής στέγης και του πλίνθινου πλαισίου του νότιου παραθύρου, συμπέρανε ότι ο ναός αρχικά κτίστηκε στον 14ο αι., εποχή που ο οικισμός της Τσούκας ήδη υφίστατο, όπως μαρτυρούν και τα λείψανα του ενετικού πύργου του χωριού. Σε δεύτερη φάση, κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας ή τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σφραγίστηκε το νότιο παράθυρο, κατασκευάστηκαν το κογχάριο της νότιας όψης και το λίθινο περιθύρωμα της εισόδου και διανοίχτηκε το δυτικό παράθυρο, καθώς όλα φέρουν φράγκικης επίδρασης οξυκόρυφα στοιχεία, που διαφέρουν από τους ημικυκλικούς λοβούς του νότιου και βόρειου παραθύρου. Ωστόσο έχει υποστηριχτεί και η μεταβυζαντινή χρονολόγηση της ανέγερσης του μνημείου με την οποία συμφωνεί και ο Küpper 254 βασισμένος επίσης στις αναλογίες, τη σχεδόν τετράγωνη κάτοψη, την αβαθή, σχεδόν επίπεδη και χαμηλή αψίδα του Ιερού255, τη σπάνια και παρατηρούμενη κυρίως στη μεταβυζαντινή εποχή τοξωτή ορθογώνιας διατομής κόγχη της πρόθεσης στον ανατολικό τοίχο, τη λιτότητα των διακοσμητικών στοιχείων και τα κατασκευαστικά στοιχεία των παραθύρων. Οι περισσότεροι από τους νεώτερους μελετητές έχουν αποδεχθεί την ένταξη του μνημείου στον 14ο αι. 253 Δημητροκάλλης 1983, σ. 279-280. 254 Küpper 1990 ΙΙ, σ. 256. 255 Επισημαίνει την ομοιότητά της με τις αψίδες των σταυρεπίστεγων της Αγ. Τριάδας Μολυβδοσκέπαστου και του Αγ. Γεωργίου Χαριλάου, που ανάγονται στην Τουρκοκρατία (Küpper 1990 ΙΙ, σ. 186, 232 και 256). 98 Θεωρώ ότι τα κεραμοπλαστικά στοιχεία που ήλθαν στο φως μετά την καθαίρεση των εξωτερικών επιχρισμάτων ενισχύουν τα επιχειρήματα του Δημητροκάλλη περί της υστεροβυζαντινής χρονολόγησης.
Βιβλιογραφία: Koder 1973, σ. 163, Τριανταφυλλόπουλος 1974, σ. 247 σημ. 130, Σκούρας 1975, σ. 383, Koder και Hild 1976, σ. 279, Δημητροκάλλης 1983α, σ. 271-280, εικ. 1-4 και πίν. 1-8, Οικονόμου 1986, σ. 509, Küpper 1990 Ι, σ. 136 και πίν. 2b, 10 και 27 και του ιδίου 1990 ΙΙ, σ. 256, 267, 273 και 279, Τσαούσης 1990, σ. 63, Küpper 1996, σ. 26 και πίν. 3b και 8, Σκούρας 1998, σ. 174-175, Τσαούσης 1998α, σ. 668, Δημητροκάλλης 1998-2000, σ. 55-56 σημ. 38, Δωρής 2000, σ. 22 και 71, Καλέμης 2002, σ. 16, 18 και 107 (με εικ.), Παππάς 2006, σ. 33-34, 85, σ. 89 σημ. 660, σ. 99 σημ. 732 και εικ. 17-19, Γκιολές και Πάλλης 2014, σ. 164 και αρ. 157 και φωτ. αρχ. ΕΦΑ Εύβοιας. "Το Θάμα του Αι Νικόλα" Πέτρου Λεβάχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου