Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

ΟΙ ΤΣΟΥΚΑΛΑΔΕΣ ΤΗΣ ΤΣΟΥΚΑΣ - Τα χουμαιά

                                                     

Του Πέτρου Δ, Φοίφα
Με αφορμή τις αναμνήσεις μου από τα παιδικά μου χρόνια αλλά και τις ιστορίες που άκουγα από τον παππού μου Ιωάννη Φοίφα, γραμματέα της κοινότητας Κηρίνθου-Τσούκας. Αλλά και της Στροφυλιάς , αποφάσισα να συγκεντρώσω, όσο το δυνατόν περισσότερο ιστορικό υλικό για την κεραμοποιεία της Τσούκας ώστε να μείνουν καταγεγραμμένες στις νεότερες θύμησες. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, που είναι βασικό στοιχείο της τοπικής λαογραφίας μπορεί κάποιος να αντλήσει υλικό για τον πολιτισμό και των τρόπο ζωής των Τσουκαιτών. Η συγκέντρωση του υλικού ήταν δύσκολη εργασία που απαιτούσε πολύ χρόνο από τον ελεύθερο χρόνο μου και η διάρκεια αρκετά. Οι πηγές των πληροφοριών ήταν οι ίδιοι οι γεροντότεροι του χωριού αλλά και των διπλανών χωριών που επιβεβαίωναν τα λεγόμενά τους. Μερικά στοιχεία είναι παρμένα από βιβλία και περιοδικά και αναφέρονται στο κείμενο.
Αν οι προηγούμενοι αιώνες είχαν μικρές διαφορές μεταξύ τους, ο 20αιώνας χαρακτηρίζετε ως ο αιώνας της λήθης μιας και λαμβάνουν χώρα σημαντικές αλλαγές τόσο στα ήθη και στα έθιμα όσο και στην ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη που εκτός από τα θετικά του στοιχεία προκάλεσε και τον αφανισμό σε παραδοσιακά επαγγέλματα , όπως το επάγγελμα των κεραμοποιών πού ήταν η κύρια ασχολία των Τσουκαιτών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει άρδην ο τρόπος ζωής και  σκέψης. Σήμερα δεν υπάρχει καμιά αναφορά, κανένα κεραμικό, κανένα τσουκάλι* που να δικαιολογεί τα εργαστήρια. Η  πανάρχαια συντεχνία των τσουκαλάδων εξαφανίσθηκε  τον Ιούνιο του  1822 με την επιδρομή στη Β. Εύβοια του Περτσόφταλη. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Οι περισσότεροι σφαγιάσθηκαν και  όσοι γλύτωσαν μετακινήθηκαν με καίκια σε άλλους τόπους (Σποράδες).

ΟΙ ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΕΣ

Η αγγειοπλαστική τέχνη ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στην περιοχή μας. Τα τσουκάλια  της Τσούκας, δεν δήλωναν απλώς την ύπαρξη αυτής της τέχνης στους παλιότερους χρόνους, αλλά και το επίπεδο ανάπτυξης της. Η ανάπτυξη της αγγειοπλαστικής στην περιοχή μας και γενικά στην ευρύτερη περιοχή οφείλεται στην ύπαρξη καλού αργιλικού υλικού που υπάρχει άφθονο και με το οποίο γίνετε ο πηλός. Η Τσούκα, η Παλιά Φαράκλα, η Κεράμια, ο Αλμυροπόταμος (Κρύα βρύση), το Μαντούδι κ.τ.λ. Το πιο κατάλληλο αργιλόχωμα της Τσούκας ,είναι στην περιοχή του Αι-Λία ( Λεβάχι) . Είναι ασπρόχωμα και   κατάλληλο για την κατασκευή οικιακών σκευών, όπως τσουκάλια ,αγγεία, κατρούλια, χύτρες πιάτα .Και στον Κατρουλά , Λιβάδια, αργιλόχωμα σκούρο κατάλληλο για κεραμίδια και τούβλα. Στο σημερινό οικισμό η όταν αυτός βρισκόταν στη θέση Αι-Λία βρισκόταν η συνοικία των τσουκαλάδων που ήταν γνωστή τόσο στους Αρχαίους, βυζαντινούς, Ενετικούς, αλλά και και Τουρκικούς χρόνους. Σταμάτησε το 1822 και ξανα άρχισε πολύ αργότερα. Εως το 1915  περίπου.
Η χρονολογία που έκλεισε το τελευταίο εναπομείναν εργαστήριο κεραμιδιών που λειτουργούσε στη Θέση Κεραμιδαριό. Οι παλαιότεροι Τσούκαίτες Ο Δημήτρης Βασδέκης, ο Δημήτρης Φοίφας , ο Γιάννης καλομοίρης, ο Κυριάκος Παπαγγελής , ο Γιάννης ο Πλέρος και άλλοι θυμούνται τις στοές και την καμινάδα σαν τρύπωναν σαν αρουραίοι στα σωθικά του για εξερεύνηση. Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί στοιχεία για τους ιδιοκτήτες, και τη δυναμικότητα του εργαστηρίου που θα μπορούσαν να  βοηθήσουν στην κατανόηση των οικοδομικών αναγκών του χωριού και της γύρω περιοχής. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας αλλά και η ανεύρεση νέων υλικών κατασκευής οικιακών συσκευών, παραμέρισε την κεραμοποιία αγγειοπλαστική, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί.

Από τους Τουρκικούς φορολογικούς καταλόγους του 1474 της Ευγενείας Μπαλτά αναφέρεται ο οικισμός ως Τσουκάλα δείχνοντας της επαγγελματική ιδιότητα των οικιστών. Στην ίδιο φορολογικό κατάλογο αναφέρετε το Τσουκαίτικο ονοματεπώνυμο Βασιλική Γλίνα που δηλώνει ιδιότητα επαγγέλματος αγγειοπλαστικής. Τα καμίνια και η κατεργασία γινόταν στη ευρύτερη θέση του Κατρουλά, κοντά στον Άγιο Βλάση. Ο Άγιος Βλάσιος ήταν ο προστάτης των Τσουκαλάδων. Από ότι φαίνεται  η συντεχνία των τσουκαλάδων της Τσούκας είχε εμπορικές συναλλαγές με τους περίφημους τσουκαλάδες του Αίνου Θράκης. Το συμπέρασμα αυτό το βγάζουμε διότι ο Αγιος Βλάσιος είναι κοινός προστάτης των αγγειοπλαστών τόσο στην περιοχή της Τσούκας όσο και στον Αίμο της Ανατολικής Θράκης. Έτερο στοιχείο  εκ παραδόσεως, τα πλοία που προσέγγισαν τα Ευβοϊκά νερά για τις εμπορικές συναλλαγές και τη μεταφορά γινόταν κυρίως με  πλοία και  σακολέβες των Αινιτών. Ο Καραβέλας*( λόφος Καραβέλας), ο Παλιός, Ο Αργυρίου με τη Σκούνα του, Ο Κούταβος, ο Χατζη Αντώνης Βισβίζης. Ήταν παλιοί γνώριμοι των Τσουκαιτών, λόγω μεταφορών των προϊόντων τους ,αλλά και στα μετέπειτα χρόνια της επανάστασης ,που με κίνδυνο της ζωής τους συνέβαλαν στην σωτηρία πολλών Ελλήνων της Εύβοιας κατά την εκστρατεία του Δράμαλη αλλά και του Περτσκόφταλη. Τόσο από την Κρύα βρύση αλλά και από το Κυμάσι.

.

Ο ΠΗΛΟΣ , Ο ΤΡΟΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ

Οι τσουκαλάδες έπαιρναν άσπρο αργιλόχωμα από τη θέση  κατρουλά* αλλά και τις παρυφές του λόφου του Αι-λιά και με αυτόν έφτιαχναν τον πηλό. Από προφορική παράδοση λέγεται πως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο τοπικός Πασάς είχε παραχωρήσει όλη την περιοχή στους τσουκαλάδες έναντι φόρου. Από ότι φαίνεται , από την ίδια περιοχή έπαιρναν χώμα και στα αρχαία χρόνια μιας και στην ευρύτερη περιοχή έχουν βρεθεί μεγάλα πιθάρια χωμένα μες στην Γή. Το αργιλόχωμα βρισκόταν σε βάθος κάτω από το μισό μέτρο και η μεταφορά του γινόταν με υποστατικά και με κάρα. Η εξόρυξη του γινόταν με τσάπες και φτυάρια το μήνα Αύγουστο έως και τα μέσα Σεπτεμβρίου, επειδή τότε η γή είναι στεγνή και δεν υπάρχει κίνδυνος από την εργασία ώστε το αποθηκευμένο χώμα να παγώσει το χειμώνα. Το χώμα το αποθήκευαν στο υπόγειο του σπιτιού τους όπου έμενε όλο το χρόνο. Στις αρχές του καλοκαιριού έβγαζαν το υπόλοιπο χώμα στην αυλή και καθάριζαν και αέριζαν το υπόγειο για να τοποθετήσουν το καινούργιο χώμα.

Για να φτιάξουν τον πηλό έριχναν νερό σε λίγο χώμα και το ζύμωναν με γυμνά πόδια. Όταν ο πηλός έπηζε τον καθάριζαν με τα χέρια απομακρύνοντας ρίζες ,χόρτα και πετραδάκια.

Ο πηλός ξεχώριζε σε δυο είδη: τον «αλμυρό» και τον «γλυκό» πηλό, και κάθε είδος είχε τις δικές του ιδιότητες εξαιτίας των πόρων που δημιουργούνται και χρησιμοποιούνταν κατάλληλα.

Ένα αγγείο που κατασκευαζόταν από αλμυρό πηλό είχε χρώμα προς το άσπρο και είχε την ιδιότητα να κρατά το περιεχόμενό του ζεστό. Αντίθετα ένα αγγείο από γλυκό πηλό είχε χρώμα κοκκινωπό και είχε την ιδιότητα να κρατά το περιεχόμενό του δροσερό. Η διαφορά στη θερμοκρασία μεταξύ των δυο ειδών πηλού είναι μικρή, αλλά οι αγγειοπλάστες ξεχώριζαν τα δυο είδη και τα χρησιμοποιούσαν ανάλογα. Ένας ταβάς π.χ. γινόταν από αλμυρό πηλό για να κρατά το φαγητό ζεστό, ενώ αντίθετα μια στάμνα για το καλοκαίρι κατασκευαζόταν από γλυκό πηλό για να κρατά το νερό δροσερό.

Στον πηλό έδιναν σχήμα με τον ποδοκίνητο τροχό που αποτελούνταν από μια βάση και δυο ξύλινες ρόδες προσαρμοσμένες στον ίδιο σιδερένιο άξονα. Η κάτω ρόδα ήταν μεγάλη και με την κίνηση των ποδιών του ο αγγειοπλάστης ενεργοποιούσε την μικρή ρόδα που ήταν στο πάνω μέρος και στην οποία τοποθετούσαν τον πηλό και με τα χέρια του τον μορφοποιούσε. Τον τροχό τον κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι Τσουκαίτες. Μετά τον τροχό τοποθετούσαν τα άψητα αγγεία πάνω σε ράφια η τα κρεμούσαν κάτω από υπόστεγα στην αυλή όπου δεν τα έπιανε η βροχή και ο ήλιος.

Τα αγγεία έμεναν σε σκιερά μέρη και χωρίς να εκτεθούν στον Ήλιο τουλάχιστον ενάμιση μήνα.

Η τελική φάση της κατασκευής τους ήταν το ψήσιμο στο καμίνι που βρισκόταν έξω από το χωριό και ήταν κατασκευασμένο από τους ίδιους. Η βάση του ήταν από πέτρα και είχε εμβαδόν δυο τετραγωνικά μέτρα και το ύψος του τρία μέτρα. Το τοίχωμα του ήταν από πέτρες η τούβλα και ο σοβάς από πηλό. Το πάνω μέρος ήταν ανοικτό και σε ύψος ενός μέτρου από το έδαφος ήταν η σχάρα πού ήταν πήλινη και η κατασκευή της ήταν αρκετά δύσκολή.

Πάνω στη σχάρα τοποθετούσαν τα αγγεία, το ένα πάνω στο άλλο. Συνολικά χωρούσε περίπου 500 μικρά και μεγάλα κομμάτια. Κάτω από τη σχάρα άναβαν τη φωτιά με καυσόξυλα που τα έκοβαν από τα πλούσιο δάσος της περιοχής. Χρειαζόντουσαν δώδεκα φορτία ξύλα για να ψήσουν 500 τσουκάλια σε ένα καμίνι.

Τα Τσουκάλια που δεν χρωματίζονταν ήταν έτοιμα με το πρώτο ψήσιμο. Αντίθετα τα χρωματιστά αγγεία τα ξανάψηναν για να στερεωθεί το χρώμα και μάλιστα σε πιο δυνατή φωτιά.

ΟΙ ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΟΙ

Οι κεραμοποιοί  ήταν τεχνίτες και εργάτες, που τα προϊόντα τους ήταν υλικά οικοδομών για τις ανάγκες των χωριών του Κηρέα . Η κεραμοποιία ήταν πανάρχαια τέχνη. Γνωστά είναι τα κεραμίδια της Ελληνιστικής τέχνης και είναι πλακωτά μεγάλων διαστάσεων με τη σφραγίδα των κεραμοποιών. Τέτοια χρησιμοποιήθηκαν, κατά μαρτυρία κατοίκων, στον Βυζαντινό σταυρεπίστεγο ναό του Τιμίου Προδρόμου. Τα τελευταία κεραμίδια που κατασκεύαζαν τελευταία ήταν τα καμπυλωτά η βυζαντινά. Είχαν ευρεία χρήση στις στέγες, στους αυλόγυρους , υπόστεγα, αποθήκες. Το κτίσιμο των παραπάνω σπιτιών δεν γινόταν με τούβλα, αλλά με πλίνθους (πανάρχαια τέχνη) και ασπρόχωμα από το λεβάχι. (Τσασμάς)και γινόταν από ντόπιους μαστόρους. Η κατασκευή των πλίνθων ήταν απλή και γινόταν με λάσπη και άχυρο, μέσα σε πρόχειρα καλούπια και τα έψηναν στον ήλιο και όχι στα καμίνια όπως τα τούβλα.

ΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

Σε αντίθεση με τους αγγειοπλάστες οι οποίοι προμηθευόταν το χώμα για τα αγγεία από τα χωράφια και το μετέφεραν στα σπίτια τους όπου είχαν τα εργαστήρια τους, οι κεραμοποιοί είχαν τα εργαστήριά τους, στα χωράφια, όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα για την κατασκευή κεραμιδιών . Η περιοχή στις  όχθες του Νηλέα ήταν η πιο κατάλληλη για τα εργαστήρια, επειδή το χώμα ήταν λιπαρό.

Στην αρχή τις άνοιξης, οι κεραμοποιοί διάλεγαν το κατάλληλο χωράφι, κινούμενοι πάντα στην ίδια περιοχή. Το χωράφι του Δημήτρη Φοίφα, του Θανάση Καλομοίρη όπως και τα παρακείμενα , Σιάτρα, Βασiλη Φοίφα, του Βρέτου και άλλων χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρο. Ακόμη και σήμερα τα υπολείμματα των κεραμιδιών είναι εμφανείς.

Πρώτη  δουλειά των τεχνιτών ήταν να ανοίξουν ένα πρόχειρο πηγάδι (γούρνα), όπου κατέβαιναν με ξύλινη σκάλα και γέμιζαν τενεκέδες με νερό για την κατασκευή της λάσπης.
Έπειτα κατασκεύαζαν τον φούρνο για το ψήσιμο των κεραμιδιών και καθάριζαν τον χώρο. Τα εργαλεία ήταν τα φτυάρια οι τσάπες, τα ξύλινα καλούπια, και ένα μεγάλος ξύλινος πάγκος που εξυπηρετούσε την κατασκευή των κεραμιδιών. Το κεραμοποιείο ήταν φτιαγμένο στο χωράφι γιατί η μεταφορά του χώματος ήταν δύσκολη εκείνη την εποχή.
 Οι δουλείες του κεραμοποιείου άρχιζε από τα μέσα Μάιου και τέλειωνε περίπου, και ανάλογα με την θερμοκρασία τέλη Σεπτεμβρίου. Σε άλλες περιοχές γιόρταζαν τις 14 Σεπτεμβρίου οι κεραμοποιοί  γιατί τη θεωρούσαν ιερή μέρα. Στην Τσούκα όμως η γιορτή γινόταν στις11 Φεβρουαρίου στον Άγιο Βλάσιο.
.
ΤΑ ΚΑΜΠΥΛΩΤΑ ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ

Οι τεχνίτες μάζευαν το αργιλόχωμα από το χωράφι που είχαν διαλέξει και πρόσεχαν να είναι λιπαρό. χωρίς καθόλου άμμο. Το πιο κατάλληλο το έβρισκαν σκάβοντας περίπου 60 με 80 εκατοστά βάθος. Όχι παρακάτω. Στη συνέχεια ο τεχνίτης έφτιαχνε ένα λάκκο 2χ5 πόδια και 2 πόδια βάθος στον οποίο από το βράδυ έπρεπε να ρίξει μέσα νερό και χώμα, το οποίο πιο πριν το είχαν καθαρίσει από μικρά βοτσαλάκια αφού το περνούσαν από την «κοσκίνα»( τέλι με ξύλα γύρω γύρω). Την επόμενη μέρα γινόταν το ζύμωμα του πηλού κυρίως με τα πόδια. Ήταν μια διαδικασία ιδιαίτερα αγαπητή στα παιδιά αφού έβγαζαν τα παπούτσια και με γυμνά πόδια πατούσαν τον πηλό και τον ζύμωναν κάνοντας το μαλακό για να μπορεί να δουλευτεί στο καλούπι. Με τη βοήθεια φτυαριών έβγαζαν όλο τον πηλό έξω δίπλα από την απλώστρα. Η λάσπη έπρεπε να σφίξει και να γίνει σαν πλαστελίνη. . Στο τέλος την έκαναν μακρόστενη και με μια λάμα έκοβαν κομμάτια. Όσο χρειαζόταν για την κατασκευή ενός κεραμιδιού. Το κομμάτι το έβαζαν πάνω στον πάγκο, πάνω σε ένα ξύλινο η σιδερένιο καλούπι. Αφού έπαιρνε το σχήμα του κεραμιδιού, ένας έμπειρος τεχνίτης με τη βοήθεια άμμου ξεκολλούσε το κεραμίδι και το τοποθετούσε με προσοχή στο έδαφος. Η δουλειά αυτή γινόταν από πολύ πρωί ,μέχρι το μεσημέρι. Αυτό γινόταν γιατί τα κεραμίδια έπρεπε να μείνουν στον ήλιο για να ψηθούν από την πάνω μεριά και καθώς ήταν καμπυλωτά ο ζεστός αέρας τα στέγνωνε από κάτω.
μετά τη δύση του ηλίου και αφού τα είχε ψήσει όλα ο ήλιος όλο το απόγευμα, τα κεραμίδια γινόταν πιο στερεά και τα τοποθετούσαν όρθια, φτιάχνοντας πεντάδες. Έτσι σε πεντάδες έμεναν τα κεραμίδια όλη τη νύχτα και το στέγνωμα συνεχιζόταν με το αεράκι της νύχτας. Το πρωί τα κεραμίδια ήταν ακόμη πιο στερεά και τα συγκέντρωναν σε ντάνες.
Όταν συγκέντρωνα πολλά κεραμίδια γινόταν το ψήσιμο. Ο φούρνος γινόταν από τούβλα και οι διαστάσεις του ήταν 4 μέτρα μήκος, 2μέτρα πλάτος και 2 μέτρα ύψος. Είχε πόρτα και το πάνω μέρος ήταν ανοικτό για να φύγει ο καπνός. Η σχάρα ήταν από τούβλα και χώριζε τα κεραμίδια από τη φωτιά. Όταν ήταν όλα έτοιμα, μετέφεραν τα άψητα κεραμίδια και τα αράδιαζαν όρθια στη σχάρα. μετά αράδιαζαν τη δεύτερη σειρά απάνω από αυτά και στη συνέχεια άλλες σειρές μέχρι την κορυφή του φούρνου.
μετά έβαζαν τα πρώτα ξύλα σε όλο το φούρνο κάτω από τη σχάρα. Μ τα πρώτα ξύλα ζεσταινόταν ο φούρνος. Στη συνέχεια τοποθετούσαν τα ξύλα στην πόρτα του φούρνου γιατί αν η φωτιά ήταν στη μέση, τα κεραμίδια στο κέντρο του φούρνου λιώνανε και κολλούσανε μεταξύ τους εξ αιτίας της υψηλής θερμοκρασίας. Τα κεραμίδια αυτά τα ονόμαζαν "βρασμένα "και ήταν άχρηστα. Για το ψήσιμο 5000 κεραμιδιών χρειάζονταν 15 φορτία ξύλα. Το κάψιμο του φούρνου άρχιζε το πρωί και τέλειωνε αργά το μεσημέρι, όταν είχαν καεί όλα τα ξύλα. Τα κεραμίδια έμεναν ένα 24ωρο για να κρυώσουν και μετά τα έβγαζαν. Ήταν έτοιμα για πούλημα. Το χρώμα των κεραμιδιών πριν το ψήσιμο ήταν στακτί. Μετά το ψήσιμο διακρινόταν σε τρείς κατηγορίες. Τα κοκκινωπά ήταν αυτά που ήταν άριστης ποιότητας. Τα μελανί είχαν ψηθεί πολύ γιατί ήταν στο κέντρο του φούρνου. Η ποιότητα τους ήταν αρκετά καλή. Και τα κιτρινωπά που ήταν στις άκρες του φούρνου και δεν ήταν ανθεκτικά. Συνήθως οι πελάτες αγόραζαν όλες τις ποιότητες των κεραμιδιών, με περισσότερα όμως τα κοκκινωπά κεραμίδια. Στα παλιά χρόνια ακόμη και στη κατοχή τα 1000 κεραμίδια πουλιόταν 65 οκάδες στάρι.

* Κατρουλάς= Πήλινο δοχείον
*Τσουκάλι= (το) τσουκαλ-ιου/-ιων/. χύτρα από πηλό. Ελ.Λεξικόν
τσουκάλι το [tsukáli] Ο44 : α. πήλινο στρογγυλό και άβαθο σκεύος: Ένα ~ (με) γιαούρτι. β. (λαϊκότρ.) πήλινη χύτρα και με επέκταση, κατσαρόλα. Πύλη για την Ελλ΄Γλώσσα
Καραβέλας= μια παράδοση λέει πως η ονομασία του λόφου Καραβέλα στην Κήρινθο (τότε υπήρχαν  οικισμοί Μαντούδια) προήλθε από το πλοίο του καραβέλα. Όταν προσέγγιζε την Κρύα βρύση, έδιναν σήμα και φώναζαν "Ήρθε ο Καραβέλας".
Πηγές:
Αγγειοπλαστική των θαψανών
Αθ. Μπαλωμένου: Δρόμοι καταστήματα και ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας. περιοδ. Φθιώτιδα χρονικά 2001 Λαμία.
Αρχείο του εργοστασίου πλινθοκεραμοποιείας . Αφών Τσαλαπάτα . Βόλος
Γκέρτσου-Σαρρή Άννα, `` Μ` ενάντιους ανέμους``, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1996
Ευθυμιάδης Απόστολος, ``Η Συμβολή της Θράκης εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους ( από του 1361 μέχρι του 1920) ``, Αλεξανδρούπολη, 2005





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μια Ιστορική άποψη για την Αρχαία Κήρινθο

                       Οι πρώτοι Ἐλληνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια, δημιούργησαν διάφορους οικισμούς, κάποιοι από τους οποίους έ...