Του Πέτρου Δ. Φοίφα
Το φυτό είναι αυτοφυής θάμνος και φτάνει σαι 2 μέτρα ύψος. Αγαπά ,αρέσκεται και φύετε ιδιαίτερα στα υγρά (κοντά σε ποτάμια) και βαρικά αργιλώδη εδάφη. Φύεται όμως και σε άγονες περιοχές, με μικρότερη ρίζα όμως.
Η ρίζα του ξεπερνά το μέτρο, είναι αρκετά παχιά και είναι η πιό σημαντική. Γιατί είναι η πηγή της κόκκινης χρωστικής ουσίας αλιζαρίνης, που της δίνει το διακριτικό κόκκινο χρώμα. Τα άνθη του είναι κιτρινωπά, κατά μασχαλιαίους ή επακρίους βότρεις, τα οποία σχηματίζουν εμφύλους βότρεις. Το ριζάρι, είναι δικοτυλήδονο συμπέταλο και το συναντάμε σε όλη την Ελλάδα κυρίως σε άγονες περιοχές και φράχτες.
Το 18 με 19αιώνα γίνονται ανακατατάξεις ειδικά με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο που κατέληξε στην περίφημη συνθήκη του 1774 Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται ως θετικό πρόσημο για την ανάπτυξη της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και εν γενει την ανάπτυξη της οικονομίας πολλών περιοχών της Ελληνικής επικράτειας. Σιγά σιγά έχουν καλλιεργηθεί τα πρώτα συλλογικά σπέρματα εθνικής συνείδησης(κοινός χώρος, κοινός πολιτισμός, κοινή οικονομία) με απώτερο στόχο και σκοπό την δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανατροπή της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το 1800 στη πρωτεύουσα της Γαλλίας Παρίσι εκδίδεται το βιβλίο του Γάλου διπλωμάτη Φελίξ Μπωζούρ που υπηρέτησε στο προξενείο της Θεσσαλονίκης. Ο Μπωζούρ στέλνει τις αναφορές εκθέσεις στο αρμόδιο υπουργείο στο Παρίσι μετά από τις επιτόπου επισκέψεις στις διάφορες περιοχές. Είναι μια λεπτομερείς χαρτογράφηση της παραγωγής των πιο σημαντικών προϊόντων στην Ελλάδα. Για την περιοχή της Βοιωτίας, που μας αφορά και εμάς, καθώς τις Λειβαδιάς έχουμε πληροφορίες για την παραγωγή και το αντίστοιχο εμπόριο, όχι για το βάμβακι όπως θα περιμέναμε αλλά για προϊόντα που για την εποχή είναι πολύ χρήσιμα και σπάνια: Το ριζάρι της Βοιωτίας και το κιννάβαρι της Λειβαδιάς. Επίσης έχουμε στοιχεία για το μαλλί από πρόβατα, πού είναι πολύ καλής ποιότητας. και για αυτό προτιμάται.
Το 18 με 19αιώνα γίνονται ανακατατάξεις ειδικά με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο που κατέληξε στην περίφημη συνθήκη του 1774 Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται ως θετικό πρόσημο για την ανάπτυξη της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και εν γενει την ανάπτυξη της οικονομίας πολλών περιοχών της Ελληνικής επικράτειας. Σιγά σιγά έχουν καλλιεργηθεί τα πρώτα συλλογικά σπέρματα εθνικής συνείδησης(κοινός χώρος, κοινός πολιτισμός, κοινή οικονομία) με απώτερο στόχο και σκοπό την δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανατροπή της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το 1800 στη πρωτεύουσα της Γαλλίας Παρίσι εκδίδεται το βιβλίο του Γάλου διπλωμάτη Φελίξ Μπωζούρ που υπηρέτησε στο προξενείο της Θεσσαλονίκης. Ο Μπωζούρ στέλνει τις αναφορές εκθέσεις στο αρμόδιο υπουργείο στο Παρίσι μετά από τις επιτόπου επισκέψεις στις διάφορες περιοχές. Είναι μια λεπτομερείς χαρτογράφηση της παραγωγής των πιο σημαντικών προϊόντων στην Ελλάδα. Για την περιοχή της Βοιωτίας, που μας αφορά και εμάς, καθώς τις Λειβαδιάς έχουμε πληροφορίες για την παραγωγή και το αντίστοιχο εμπόριο, όχι για το βάμβακι όπως θα περιμέναμε αλλά για προϊόντα που για την εποχή είναι πολύ χρήσιμα και σπάνια: Το ριζάρι της Βοιωτίας και το κιννάβαρι της Λειβαδιάς. Επίσης έχουμε στοιχεία για το μαλλί από πρόβατα, πού είναι πολύ καλής ποιότητας. και για αυτό προτιμάται.
Στήν ένατη έκθεση ο Μπωζούρ, με στοιχεία Λειβαδιά, 25 Φλορεάλ (2), χρόνος 5ος (3), αναφέρει ο ο διπλωμάτης τις λεπτομέρειες για την παραγωγή και διάθεση του Ριζαριού.
Πληροφορούμαστε λοιπόν ότι το ριζάρι, η όπως το λένε στο εμπόριο αλιζάρι, ως φυτό ευδοκιμεί παντού χωρίς διάκριση, σε όλα τα χώματα, Περισσότερο βέβαια στα χώματα με θρεπτικά συστατικά και λιγότερο σε συμπαγή. Προτιμά όμως καλυτέρα τα αργιλικά και αμμώδη εδάφη. Ακόμη περισσότερο όμως , προτιμά τα βαλτώδη και τις όχθες.
Η Κωπαίδα στις όχθες της παράγει τα καλύτερα ριζάρια. Η Κάπρενα η Χαιρώνια,η Σκριπού, η λασπώδη Ογχηστός και τα χωριά της πεδιάδας των Σάρδεων, μας λέγει ο Μπωζούρ.
Επειδή στην Ελλάδα δεν είναι γνωστά τα φυτώρια όπως ήδη καλλιεργείται το ριζάρι στη Γαλλία, σπέρνουν περιβόλια και χωράφια με ριζάρι, όπως κάνουν με το σιτάρι .Η Σπορά γίνετε κατά του; μήνες Πλυβιόζ και Βαντάζ, λέει ο Μπωζούρ, και μόλις φθάσει το φυτό το ένα μέτρο το παραχώνουν με χώμα. Βγάζουν το χώμα από τα πλαϊνά χαντάκια και παραχώνουν το φυτό πάνω στην πρασιά. Αυτό βοηθάει τις ρίζες να αναπτυχθούν καλυτέρα. Όταν το φυτό ωριμάζει αρχίζει η συγκομιδή τη ρίζας. Οι ρίζες έχουν χρωστικές ιδιότητες και πρέπει να καθαρίζονται προσεκτικά με το χέρι από το χώμα. Στη συνέχεια οι ρίζες πρέπει να απλώνονται κάτω από σκιερούς χώρους και να στεγνώνουν. Όταν ξεραθεί αρκετά τότε είναι έτοιμες να δώσουν το χρωστικό βαθύ κόκκινο χρώμα. Το ξερό ριζάρι πουλιέται 30 ως 40 παραδες , την οκά , που δίνει ποσό 600 με 700 πιάστρα το χρόνο, προϊόν που μπορεί να συγκριθεί με αυτό του σταριού. Τα Ελληνικό ριζάρι είναι φθηνό και χρησιμοποιήται αρκετά στα βαφεία της Γαλλίας. Από τη μεγάλη πεδιάδα της Βοιωτίας συγκεντρώνονται 1200 σάκοι ριζάρι. οι 700 καταναλώνονται μέσα στην Ελλάδα - νηματουργία Αμπελακίων και Τυρνάβου. και οι υπόλοιποι στη Γαλλία.
Ανάλογη περιγραφή κάνει και για το κριμέζι , το έντομο που συνέλεγαν ταυ αυγά τους στις βελανιδιές και στα πουρνάρια. Για την περιοχή της Τσούκας έχουμε αναφορά για την οικογένεια των Κικιδέων (αναφορά για την οικογένεια γίνετε στο μέρος του βιβλίου μας "Τα ονόματα των κατοίκων της Τσούκας") που η κύρια ασχολία τους να συλλέγουν κρεμέζι. Η αξία της χρωστικής του κόκκου αναδεικνύεται αν αναλογιστούμε απλά ότι από την ονομασία της προέρχεται η λέξη "κόκκινος". Η χρωστική παράγεται από τα αποξηραμένα σώματα του εντόμου kermes vermilio.Planchon πού ζει στις δρύες Quercus coccitera L. Για την βαφή χρησιμοποιούνται τα θηλυκά έντομα και τα αυγά (κικίδια) . Συνεχίζει ο Φέλιξ Μπωζούρ : Η περιοχή της Λιβαδειάς πού εκτείνεται εξ εως επτά λεύγες γύρω από την ομώνυμη πόλη , παράγει κατά μέσω όρο, 6.000 οκάδες κρεμέζι το χρόνο. Από αυτή 2.000 οκάδες καταναλώνονται στα υφαντουργία του τόπου και εξάγουν τις 4.000 οκάδες στη Γαλλία και στην Ιταλία. Η οκά πουλιέται 6 με 7 πιάστρα. Η τιμή δείχνει πως το κρεμέζι αποφέρει κάθε χρόνο 25.000 με 30.000 πιάστρα.. Στη συνέχεια αναφέρει πως οι κάτοικοι της Μασσαλίας μεταπουλούν το κρεμέζι στους Τυνήσιους, που το μεταχειρίζονται για να βάφουν τα φέσια. Το χρώμα τους είναι είναι "Όμορφο και σταθερό και αυτό μας κάνει να λυπούμαστε γιατί οι βαφείς μας δεν χρησιμοποιούν πια το κρεμέζι" λέει ο Μπωζούρ.
Κατόπιν κάνει αναφορά στο μαλλί των προβάτων. Το Λειβαδίτικο πρόβατο είναι ωραιότερο από τα πρόβατα της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Είναι πιο ψηλό ποιο δυνατό και έχει καλύτερο παράστημα. Το μαλλί του είναι εξαιρετικά κατσαρό , αλλά μαλακό και απαλό.
Η καλλιέργειά ριζαριου στην Τσούκα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Κηρέα ήταν πολύ διαδεδομένη. Στην Αγία Αννα έχουμε αναφορές για την καλλιέργεια του φυτού. Στη Τσούκα καλλιεργείται σε όλη την πεδιάδα αλλά κυρίως στα χωράφια που βρίσκονται κάτω από τη θέση σπηλιά, στη θέση Ριζάρια, στα παραποτάμια αμμουδερά χώματα του Νηλέα, με υψηλές στρεμματικές αποδόσεις. Σημαντική παραγωγή γινόταν στη βαλτώδη περιοχή της Κρύας βρύσης , αλλά και στον κάμπο του Μετοχιού. Η επεξεργασία γινόταν στο χωριό με μεγάλη επιμέλεια . Η συλλογή γινόταν στο χωράφι. Καθάριζαν προσεκτικά τις ρίζες και τις μετέφεραν σε κοφίνια στο χωριό. Έπειτα τις άφηναν να ξεραθούν κάτω από σκιερά μέρη των αυλών (κιόσκια). Κρατούσαν μια ποσότητα για τις ανάγκες της υφαντουργίας τους - αργαλειός, και το υπόλοιπο έπαιρνε το δρόμο για πώληση ,μέσω Λίμνης με καίκια, και από εκεί στη Βοιωτία . Βελτιώνοντας κάπως το πενιχρό εισόδημά τους. Μιας και ανάλογα την ποσότητα που έβγαζαν καλούνταν οι ραγιάδες να πληρώσουν τον ανάλογο φόρο που τους επέβαλε ο τοπικός αγάς η οι εντεταλμένοι από την Τουρκική αρχή ,κοινοτικός άρχοντας . Πολλές φορές όμως ο φόρος ήταν δυσβάσταχτος και υπήρχε αδυναμία να αποπληρωθεί. Με ότι αυτό συνεπαγότανε. Μαζί με το ριζάρι γινόταν ταυτόχρονα και εξαγωγή μαλλιού προβάτων.
Δυο παλαιές Τσουκαίτικες συνταγές - κατεργασίας , για τη βαφή του φυτού ριζάρι και με κρεμμυδότσουφλα , καταφέραμε να διασώσουμε : Πλένανε καλά τις ρίζες και τις στέγνωναν για να φύγη η υγρασία. Έπειτα αφού μαλάκωναν και γίνονταν εύθραυστες, τις έσπαζαν και τις στουμπίζανε σε μεγάλο ξύλινο γουδί , που είχαν για αυτό το συγκεκριμένο σκοπό. Κατόπιν έβαζαν τις στουμπισμένες ρίζες σε καζάνι με νερό να μουσκέψουν όλη τη νύχτα. Την επόμενη ημέρα ανάβαν φωτιά και έβαζαν το καζάνι. Πρόσεχαν το νερό να μη φτάσει σε σημείο βρασμού , και το κατέβαζαν για να κρυώσει μετά από μια ώρα περίπου. Σουρώνανε το βαφικό νερό και το άφηναν να κρυώσει. Έπειτα έβαζαν μέσα το μαλλί και έβαζαν το καζάνι πάλι στη φωτιά για 'κανα δύο ώρες. Προσέχοντας πάλι όμως να μη φτάσει σε σημείο βρασμού και ανακατεύοντας ανα τακτά διαστήματα με τον ξύλινο κόπανο. Τέλος έβγαζαν τα νήματα από το καζάνι και τα αφήναν να στεγνώσουν. Μετά τα ξέπλεναν με σαπούνι και τα ξεβγάζανε καλά. Τα νήματα ήταν έτοιμα.
Αντίστοιχη διαδικασία γινόταν με τα κρεμμύδια:.
Μάζευαν κρεμμυδότσουφλα και έπειτα τα έβαζαν σε καζάνι με νερό για μια εβδομάδα περίπου για να μουσκέψει και να βγάλει το χρώμα. Το ίδιο νερό το έβαζαν στη φωτιά για καμιά ώρα. Αν ήθελε η νοικοκυρά να κάνει πιο σκούρο χρώμα το άφηνε περισσότερο. Σούρωναν το μίγμα και άφηνα το βαφικό νερό να κρυώσει. Έπειτα έβαζαν μέσα το μαλλί ,και το έβραζαν, μέχρι το νήμα να πάρει την απόχρωση που ήθελαν. Κατέβαζαν το νερό από τη φωτιά και έστυβαν τα νήματα, βάζοντας τα να στεγνώσουν. στη σκιά. Ακολουθούσε το ξέπλυμα των νημάτων με σαπούνι για να ξεπλυθεί και το στέγνωναν στον ήλιο.
Πηγές: Ιωάννης Καραπαναγιώτης* , Δημήτριος Παπάζης** και Αθηνά Βασιλειάδου " Η Χρωστική του κόκκου στην πολιτιστική κληρονομιά"
1787 jusqu' en Par Felix-Beaujoyr,ex-consul en Greece,Paris an VIII.ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1787-1797 (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ) Τάσσος Βουρνάς.
Αρχείο Δημητρίου. Ι.Φοίφα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου