Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Η Βρύση του Κρητικού.



Γροικώ απ το παραθύρι μου, ένα σκοπό να παίζει. Τόσο σαγηνευτικός, μαγεύοντας τη σιγαλιά της Ευβοϊκής υπαίθρου. Λες και οι νεράιδες του Νηλέα βγήκαν απ΄τα θαλάμια τους κονταροχτυπημένες απ΄ τον Θεό του Ερωντα. Κι ανταγωνίζονταν, ποια τάχα θα κερδίσει τ΄ όμορφο παλληκάρι.
Ο Έρωντας δεν χωρατεύει.
Η φωτιά ,σαν ανάψει για τα καλά στα σωθικά, δεν σβήνει.
Το ομολογούν κι οι στάχτες της.
Ας ακούσουμε προσεκτικά τούτη τη μελωδική φωνή:


Ήτον μιά Bρύση, κ' ήτρεχε νερό άσπρο, κρουσταλλένιο,
κ' ένα δεντρόν ανάδια τση, ψημένο, μαραμένο,
δίχως ανθούς, δίχως βλαστούς, δίχως καρπούς και μήλα,
κ' ήδειχνε πως ξεραίνουνται οι κλώνοι και τα φύλλα. 210
Ήσαν και γράμματα χρουσά εις του δεντρού τη μέση,
την παραπόνεσιν του νιού και τον καημόν του λέσι·
"Tη βρύση στέκω και θωρώ, δε θέ' να με δροσίσει,
κι αφήνει με να ξεραθώ, δεν κάνει δίκια κρίση."



Θαρρώ πώς ξέρω το σκοπό. Είναι ο Ρωτόκριτος.
Ιντα κάμει το κοπέλι, βιαστικό πριν απ΄το σούρουπο ;
Δίψασε και ξεπέζεψε νερό να πιεί , στο δροσερό κουτσουνάρι*.
Και εκιά που έπινε , να σου η κερά Αρετούσα του με ένα χρυσό τσεμπέρι να καθρεπτίζεται μες το νερό της γούρνας και τον εθόργιε, κρατώντας του το χέρι.
Ο Νιός της έγνεψε με σεβασμό και χόρτασε τη δίψα του στο κάδιο* το νερό της.
Σηκώθηκε και κοίταξε (επαέ)τ΄ άστρα του ουρανού,
Η πούλια του δείχνε το δρόμο τσα αγάπης του.
Ο έρωντας είναι παντού, σε ουρανό και γη. Κάμει την εμφάνισή του ιεροκρυφίως ,ρίχνοντας το φίλτρο τσά αγάπης το δόκανο. Και καρτερά. Μόνο καρτερά.
Το παλικάρι κοίταξε* για λίγο το ολόγιομο φεγγάρι. Το φως τον συνεπήρε. Το πρόσωπό του αυτή τη φορά ήταν λουσμένο από ασημένιο φως.

Εξάνιγε* την ανηφοριά . Είχε ακόμη δρόμο πολύ να κάνει. Με ένα πήδημα βρέθηκε στη σέλα τ΄αλόγου του ,και μ΄ένα κέντρισμα χάθηκε στους πυκνούς πρίνους του μονοπατιού.
Σε αυτή τη ποιητική βραδιά γιομάτη εκστατικό πάθος , διεκδικούμε για λογαριασμό της βρύση μας ,το συναπάντημα αγάπης, πίστης και αιώνιας αφοσίωσης. Και έμεινε από τότε σας, γνωστή στους μύστες τ΄Ερωντα κι άγνωστη στους ανέραστους , ως η βρύση του Κρητικού. Τούτο το μαρτυρούσαν οι γεροντότεροι των Κρητικών που κατοίκισαν την Τσούκα. Οι Καλομοιραίοι και οι Κατσούληδες.


Εξάνιγε = κοίταξε
Εθόργιε = κοίταζε
Κάδιο = καθαρό
Κουτσουνάρι = πηγή κτιστή.



AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ EΓΡΙΠΟΣ
Mε φορεσά ολοπράσινη, μ' αϊτούς χρουσούς στη μέση,
        ήρθε και τ' Aρχοντόπουλο που Hράκλη τον-ε λέσι.
Όριζε χώρες και χωριά εις τσ' Έγριπος τα μέρη,
        κ' εις-ε αντρειάν και φρόνεψη δεν είχεν άλλο ταίρι.
Tη σγουραφιά στην κεφαλή με τέχνην την εκάμα',        205
        και τη λαχτάραν τση καρδιάς ήλεγε με το γράμμα.
Ήτον μιά Bρύση, κ' ήτρεχε νερό άσπρο, κρουσταλλένιο,
        κ' ένα δεντρόν ανάδια τση, ψημένο, μαραμένο,
δίχως ανθούς, δίχως βλαστούς, δίχως καρπούς και μήλα,
        κ' ήδειχνε πως ξεραίνουνται οι κλώνοι και τα φύλλα.        210
Ήσαν και γράμματα χρουσά εις του δεντρού τη μέση,
        την παραπόνεσιν του νιού και τον καημόν του λέσι·
"Tη βρύση στέκω και θωρώ, δε θέ' να με δροσίσει,
        κι αφήνει με να ξεραθώ, δεν κάνει δίκια κρίση."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μια Ιστορική άποψη για την Αρχαία Κήρινθο

                       Οι πρώτοι Ἐλληνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια, δημιούργησαν διάφορους οικισμούς, κάποιοι από τους οποίους έ...