Κάθε γειτονιά και ενα παραμύθι.
Το παραμύθι είναι ένα ταξίδι, όπως και το ταξίδι είναι ένα παραμύθι.
Ας ταξιδέψουμε λοιπόν στη Τσούκα μιας άλλης εποχής . Τότε που Δράκοι ,νεράιδες και ξωτικά γίνονταν ένα , συνταξιδεύωντας με μικρούς και μεγάλους φίλους. Σε κόσμους φανταστικούς , αλλιώτικους. Τη λέτε; Αρχίζουμε;
Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ ( κι οι Λίρες) Η ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ ΤΟΥ
Μια φορά κι ένα καιρό, στο μακρινό Βασίλειο του Κηρέα, να.. πέρα μακριά, ζούσε ένας βοσκός. Είχε πολλά πρόβατα ,κι όταν τη μέρα έβοσκαν, άσπριζε κάθε κάμπος και ραχούλα.
Τα καμάρωνε με περηφάνια, σαν τ΄βλεπε να βόσκουν κι έλεγε:
- Κάτασπρα προβατάκια μου, τη όμορφα που είστε! Πόσο θα ήθελα να είχα ακόμη περισσότερα!
Ο βοσκός ήταν πλεονέκτης κι άδικος : Και σκεφτόταν συνεχώς ,με τη πονηρό τρόπο θα μεγαλώσει το κοπάδι του.
Καθώς μια μέρα άρμεγε τα πρόβατά του.
Σκέφτηκε... Σκέφτηκε... Και τότε ... του ήρθε μια ιδέα.
Το βρήκαααααα !
Θα μαζεύω το γάλα και θα το αραιώνω με νερό. Έτσι θα έχω διπλάσιο γάλα πού θα το πουλώ στα γύρω χωριά, χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς΄. Έτσι θα κερδίζω πολλά χρυσά φλουριά , και θα αγοράζω περισσότερα πρόβατα.
Χα! χα! χα!
Αυτά σκέφτηκε ο βοσκός και δεν άργησε η μέρα ,για να εφαρμόσει το παμπόνηρο του σχέδιο.
Μέρα ερχόταν.. μέρα έφευγε... μέρα ερχόταν.. μέρα έφευγε...και το σχέδιο του Βοσκού πήγαινε μια χαρά.
Σε λίγο καιρό είχε αποκτήσει με τις πονηριές του, πολλά φλουριά και πολλά πρόβατα. Αλλά είχε ένα μεγάλο πρόβλημα ! Ήταν τόσα πολλά τα φλουριά που είχε κερδίσει , και δεν χώραγαν πιά στην καλύβα του!
Πού θα έκρυβε άραγε τόσα πολλά φλουριά;
Μια μέρα , καθώς έβοσκε τα προβατάκια του σε μια ραχούλα τον πήρε βαθύς ύπνος. Βλέπει σε ένα όνειρο να του παρουσιάζετε μια μαύρη νεράιδα , και μια λευκή . του ποταμού Νηλέα . Το ποτάμι ήταν λίγο μακριά από την καλύβα του.
Του μίλησε πρώτα η μαύρη νεράιδα κουνώντας ένα ξύλινο ραβδί με το χέρι της:
- Εύγε βοσκέ!
Το σχέδιο σου πέτυχε!
Ο κόπος σου ανταμείφθηκε, και εγώ θα σε βοηθήσω να κερδίσεις περισσότερα φλουριά.
Να, πάρε ένα μεγάλο χρυσό φλουρί και πήγαινε στη πόλη. Αγόρασε ένα μεγάλο πιθάρι και πήγαινε στην όχθη του ποταμού Νηλέα. Εκεί είναι ένας τεράστιος πλάτανος. Θα σκάψεις βαθιά, κοντά στις ρίζες του, και εκεί θα το θάψεις .
Εγώ , σου υπόσχομαι πως θα προσέχω το πιθάρι σου.
Αυτά του είπε η μαύρη νεράιδα και με ένα μαγικό , εξαφανίστηκε.
Η λευκή νεράιδα τον κοίταξε λυπημένη, και του είπε:
- Η πράξη σου βοσκέ είναι άδικη. Δεν είναι σωστό να κοροϊδεύεις και να κλέβεις τους συνανθρώπους σου. Πάρε λοιπόν τα φλουριά και μοίρασέ τα στους φτωχούς των χωριών. Το μισό γάλα να το δίνεις στους αρρώστους και στα μικρά παιδιά. Και από εδώ και πέρα να μη ξαναρίξεις νερό στο γάλα. Αν με ακούσεις θα ευτυχήσεις μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Αυτά του είπε η άσπρη νεράιδα και με ένα μαγικό , εξαφανίστηκε.
Τότες, ξύπνησε απ΄ το βαθύ του ύπνο ο Βοσκός, ζαλισμένος απ΄το παράξενο όνειρο και συλλογίστηκε.
- Τη παράξενο όνειρο και τούτο! Να είναι άραγε αληθινό! Αν κάνω αυτό που μου είπε η μαύρη νεράιδα , τότε θα ησυχάσω μια για πάντα. Και θα μεγαλώνω το βιός μου.
Αν πάλι κάνω αυτό που μου είπε η λευκή νεράιδα, τότε σίγουρα θα χάσω το βιός μου!
Χμ!
Θα ακούσω τη μαύρη νεράιδα! Σίγουρα θέλει το καλό μου.
Τυφλωμένος ο βοσκός από την πλεονεξία του ,σηκώθηκε γρήγορα - γρήγορα και κίνησε για την καλύβα του. Έβαλε τα καλά του ρούχα . Ετοίμασε το πιο δυνατό του άλογο και :
δρόμο παίρνει.. δρόμο αφήνει... δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει...
έφτασε στη πόλη. Πήγε στην αγορά και διάλεξε ένα μεγάλο πιθάρι. Το πλήρωσε με το μεγάλο φλουρί , που του είχε δώσει η μαύρη νεράιδα και το φόρτωσε στο δυνατό του άλογο. Το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά.
- Χα χα χα Σε ευχαριστώ μαύρη Νεράιδα!
Κοίταξε τους άλλους ανθρώπους, γεμάτος υπερηφάνεια, και κίνησε να πάει στη καλύβα του.
Επιτέλους! Ο βοσκός θα έκρυβε τα φλουριά του στο πιθάρι, κάτω από τον τεράστιο πλάτανο. Δεν θα φοβόταν πια , τους κλέφτες να μη του τα κλέψουν.
Η έτσι νόμιζε......
......... Τραγούδι.........
Παραμύθι θα σου πω
κι ύστερα πια θα χαθώ.
μες το τζάκι θα κρυφτώ
θα γίνω ένα.
-------
Σε άλλους κόσμους θα με πας
σε άλλους κόσμους θα κρατάς.
τα χρυσά κλειδιά
παραμυθά μου.
---------
ρεφρέν (δις)
Όμορφος κόσμος
πες μου ένα παραμύθι.
Όμορφος κόσμος
για το χρυσό λαγήνι.
----------
Δώσε μου κλωστή να πλέξω
παραμύθι να γυρέψω
και τα πλούτη της καρδιάς (σου)
για να παινέψω.
-----------
Δώσε μου κλωστή να υφάνω
και στο άλογο σου πάνω
πλουμιστά στολίδια
παραμυθά να βάλω.
-----------
Ρεφρέν (δις)
Όμορφος κόσμος
πες μου ενα παραμύθι.
Όμορφος κόσμος
για το χρυσό λαγήνι.
Μέρα έρχεται... μέρα φεύγει...
περάσει πια, πολύς καιρός.
Ο βοσκός ακολουθώντας τη συμβουλή της μαύρης νεράιδας είχε αποκτήσει μεγάλο βιός..
Μια μέρα όμως, εκεί πού καθόταν κι έβοσκε τα πρόβατά του. Μαζεύτηκαν πολλά μαύρα σύννεφα και σκοτείνιασε ο ουρανός. Σιγά σιγά ο αέρας έγινε πολύ δυνατός και άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Η μπόρα ήταν τόσο δυνατή που άρχιζαν να σχηματίζονται μικρά - μικρά αυλάκια νερού στο χώμα. Τα μικρά αυλάκια έγιναν χείμαρροι. Οι χείμαρροι έγιναν ποτάμια .Και τα ποτάμια ριχνόντουσαν με μεγάλη δύναμη στο ποταμό Νηλέα.
Το ποτάμι φούσκωνε.... φούσκωνε.... ώσπου,
δεν άντεξε από το πολύ νερό και ξεχείλισε.
Ήταν τόσο ορμητικό το νερό που παρέσυρε τα πάντα στο διάβα του.
Ούτε στάνη, ούτε πρόβατα, ούτε και το μεγάλο πιθάρι με τα φλουριά ,γλίτωσε από την μεγάλη πλημμύρα.
Τα παρέσυρε και τα πήγε στα γύρω χωριά. Έφτασαν ακόμη, μέχρι και την μεγάλη πόλη.
Κινδύνεψε πολύ και ο βοσκός .Και μόλις πού κατάφερε να σκαρφαλώσει σε μια μεγάλη βελανιδιά για να σωθεί.
Η βροχή κράτησε για πολύ ώρα. Κι όταν σταμάτησε , βγήκε ο ήλιος κι όλοι οι άνθρωποι από τα χωριά και την μεγάλη πόλη. Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ ,τέτοια πλημύρα.
Σαν στέγνωσαν τα νερά, είδαν εδώ κι εκεί σκορπισμένα χρυσά φλουριά!
Έμειναν με το στόμα ανοικτό , κι έτρεξαν γρήγορα - γρήγορα να τα μαζέψουν.
Όλοι ήταν χαρούμενοι!
Ο βοσκός παρακολουθούσε σαστισμένος
. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα!
Έβλεπε το βιός του να έχει χαθεί κάτω από τις λάσπες . Δεν του είχε απομείνει τίποτα πιά.
Ούτε και η μαύρη νεράιδα που του υποσχόταν πως θα τον βοηθούσε.
Έμεινε για πολλές μέρες άρρωστος και λυπημένος στη καλύβα του.
Μήτε έτρωγε .... Μήτε έπινε.
Ώσπου μια μέρα...
εμφανίστηκε μπροστά του η λευκή νεράιδα.
Τον κοίταξε με αγάπη και συμπόνοια για τη κακό που τον βρήκε.
Έβγαλε από το σακί της ένα γιατρικό και το έδωσε στο βοσκό να το πιεί.
Όταν έγινε καλά από την αρρώστια, έπεσε στα πόδια της νεράιδας με δάκρυα στα μάτια .
Συχώρησέ με καλή μου Νεράιδα. Έκανα λάθος που δεν σε άκουσα και το πλήρωσα ακριβά. Δεν θα το ξανακάνω ποτέ πια.
Σαν άκουσε η Νεράιδα το βοσκό μετανοημένο. Χάρηκε πολύ. Σήκωσε το ραβδί της κι αμέσως εμφανίστηκε έξω από την καλύβα το παλιό κοπάδι του. Αυτό που είχε, πριν αρχίσει τις κλεψιές. Παρουσιάστηκε ακόμη και το δυνατό του άλογο.
Θαύμασε ο βοσκός , και πήρε την απόφαση. πως από εδώ και πέρα θα έδινε το περισσότερο γάλα στους φτωχούς κι αρρώστους. Θα βοηθούσε ακόμη όποιον του ζητούσε τη βοήθειά του.
Δε πέρασε πολύς καιρός κι έγινε ξακουστός σε όλη τη χώρα για την μεγάλη καλοσύνη του.
Το έμαθε κι ο Βασιλιάς. Κι έστειλε αμέσως την βασιλική άμαξα να τον πάνε στο παλάτι.
Σαν τον είδε, τον αγκάλιασε και του έδωσε για δώρο πολλά χρυσά φλουριά .
Και επειδή ήταν και όμορφος , του έδωσε για γυναίκα του την μικρή του κόρη.
Οι γάμοι κράτησαν για τρείς μήνες και ήταν καλεσμένο όλο το Βασίλειο.
Όλοι ήταν χαρούμενοι!
Κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς ποιος ξεύρει;
Υ.Γ
Το παραμύθι διασκευάστηκε και εμπλουτίστηκε χωρίς να χάσει το ήθος, το ύφος και τον παραδοσιακό του χαρακτήρα και νόημά .
Το παλιό παραμύθι μιλούσε για ένα βοσκό που έκλεβε τους χωριανούς του με το γάλα. Ήταν φιλάργυρος και πλεονέκτης . Με αυτό τον τρόπο κέρδιζε πολλές λίρες που τις έκρυβε σε ένα μεγάλο ντενεκέ. Μια μέρα όμως έγινε μια μεγάλη πλημύρα που παρέσυρε τον ντενεκέ το ποτάμι . Έτσι από πλούσιος ο τσοπάνης κατέληξε φτωχός. Τότε ο βοσκός κατάλαβε το μεγάλο λάθος και μετανόησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου